Ας μακρύνουμε λίγο από δω, να μη μας φτάνει ή φωνή της γυναίκας·

ας σταθούμε πιο κάτου· — όχι στους τάφους των προγόνων·

όχι σπονδές απόψε. Τα μαλλιά μου

δε θέλω να τα κόψω, — εδώ πάνω

συχνά σεργιάνισε το χέρι σου. Τί όμορφη νύχτα —

κάτι δικό μας, πού μακραίνει, αποσπασμένο από μας, και το ακούμε

σα σκοτεινό ποτάμι να πορεύεται κατά τη θάλασσα,

φέγγοντας πότε πότε κάτω απ’ τα κλαδιά, στο σπίθισμα των άστρων,

μέσα σε τούτο το δυναστικό, το ανήλεο καλοκαίρι,

με αδιόρατες παύσεις, στιγμιαίες, με τυχαία σκιρτήματα (ίσως κάποιος

να ρίχνει πέτρες στο ποτάμι) — αυτή ή μικρή αναπήδηση

κι αστράφτουν χαμηλά τα τζάμια των αμπελουργών. Παράξενο,

μια ολόκληρη ζωή με ετοίμαζαν κι ετοιμαζόμουνα γι’ αυτό. Και τώρα,

μπροστά στην πύλη αυτή, νιώθω ολότελα ανέτοιμος· —

τα δυο μαρμάρινα λιοντάρια —τάδες;— τιθασεύτηκαν,

αυτά, που ξεκινήσαν απ’ τα παιδικά μας χρόνια τόσο ανένδοτα,

άγρια σχεδόν, με τη χαίτη ορθωμένη για ένα παράτολμο πήδημα,

κατακάθισαν πια συμβιβασμένα στις δυο επάνω γωνίες της εξώθυρας

με τρίχωμα νεκρό, με μάτια απόντα, —δεν τρομάζουν κανένα,— με μιαν έκφραση

σκυλιών τιμωρημένων, κι ούτε μάλιστα θλιμμένων,

πιστών, τυφλών σκυλιών, χωρίς μνησικακία,

γλείφοντας πότε πότε με τη γλώσσα τους το χλιαρό πέλμα της νύχτας.

Γιάννης Ρίτσος – Ορέστης (απόσπασμα)