“Συνήθιζε να παίζει καντάδες τις νύχτες με πανσέληνο, σε μέρη που επίτηδες διάλεγε, για να μπορεί να τον ακούει άφοβα η Φερμίνα Δάσα απ’ την κρεβατοκάμαρά της. Ένα απ’ τα αγαπημένα του σημεία ήταν το νεκροταφείο των απόρων, εκτεθειμένο στη βροχή και στον ήλιο, σ’ έναν έρημο λόφο, όπου κοιμούνταν τα όρνια κι από όπου η μουσική αντηχούσε υπερφυσικά. Αργότερα έμαθε την κατεύθυνση των ανέμων κι έτσι ήταν σίγουρος πως η φωνή του θα έφτανε εκεί που έπρεπε. […] Ένα ξημέρωμα, μια στρατιωτική περιπολία τον έπιασε να διαταράσσει με ερωτικές προκλήσεις την αθωότητα των νεκρών. Μόνο από θαύμα γλύτωσε την άμεση εκτέλεση, έχοντας κατηγορηθεί για κατάσκοπος που έστελνε μηνύματα, με το κλειδί του σολ, στα καράβια που λεηλατούσαν τα γειτονικά νερά.

“Τι κατάσκοπος και βλακείες”, είπε ο Φλορεντίνο Αρίσα. Εγώ δεν είμαι παρά ένας δυστυχής ερωτευμένος.

Κοιμήθηκε τρεις νύχτες στα μπουντρούμια της τοπικής φυλακής αλυσοδεμένος απ’ τους αστραγάλους.

Αλλά όταν τον άφησαν ελεύθερο, ένιωσε εξαπατημένος για το σύντομο της φυλάκισής του κι ακόμα και στα γεράματά του, όταν άλλοι τόσοι πόλεμοι μπερδευόνταν μες στο μυαλό του, εξακολουθούσε να σκέφτεται πως ήταν ο μόνος άνθρωπος μες στην πόλη και ίσως σ’ ολόκληρη τη χώρα που είχε σύρει, από έρωτα, πέντε λίμπρες σίδερα.”


Gabriel García Márquez,
6 Μαρτίου 1927 – 17 Απριλίου 2014| Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας | μτφρ.: Κλαίτη Σωτηριάδου | εκδόσεις Λιβάνη |