Φορούσα το ζεστό ρούχο της μοναξιάς μου όταν με κρύωναν οι άνθρωποι τριγύρω.

Έτσι, με έβρισκα συχνά να στέκομαι κοντά στο κύμα για ώρες ή στην κορυφή ενός βουνού. Δεν καταλάβαινα πως πέρναγε ο χρόνος. Καμία φορά επέλεγα να είμαι μόνος ανάμεσα σε κόσμο. Με τον καιρό σκληραγωγήθηκα στα αδιάκριτα βλέμματα και στους συριστούς ψιθύρους που καταδίκαζαν τόσο απόλυτα την μοναχικότητά μου. Δεν ένιωσα όμως ποτέ μου μόνος. Παρέα μου, οι λέξεις, οι εικόνες, οι ήχοι. Οι ήρωες που έχτιζα στο μυαλό μου, τα σενάρια, τα ταξίδια στους λαβυρίνθους της φαντασίας και των συναισθημάτων. Ήμουν τόσο ίδιος και κοινός, τόσο μικρός στον κόσμο, μα ένιωθα μεγάλος με τους κόσμους που κουβαλούσα μέσα μου.

Αγαπούσα τους καλλιτέχνες, τους περιπλανώμενους, τους χαμένους. Εκείνους που χαμογελούσαν με έναν πόνο μες στο βλέμμα, τους περιθωριοποιημένους, τους κατεστραμμένους. Τους λιποτάκτες που αν γινόταν πόλεμος θα ήταν στην πρώτη γραμμή. Τα σκυλιά που δεν γαβγίζουν μα αν χρειαστεί θα δαγκώσουν χωρίς προειδοποίηση επειδή έχει μείνει λίγος λύκος μέσα τους. Τους ανθρώπους που δεν λένε πολλά μα στην πυρκαγιά θα τρέξουν προς τις φλόγες, επειδή έχει μείνει λίγος θεός μέσα τους. Τις αθυρόστομες γυναίκες. Τους ευαίσθητους άνδρες. Αγαπούσα τους χειμερινούς κολυμβητές, όσους τα καλοκαίρια πάνε στο βουνό. Εκείνους που επέστρεφαν τα λάθος ρέστα κι ας είχαν ανάγκη τα λεφτά. Αγαπούσα τα χέρια των ζητιάνων, τα μάτια των τυφλών, το χαμόγελο των σταυρωμένων. Αγαπούσα.

Μόνος μου; Με τόση ομορφιά τριγύρω, δεν τόλμησα να υπάρξω ούτε στιγμή.

Κριστιάν Νίρκα