Κάποτε μιλούσαμε με το βλέμμα

κι η ευτυχία μετριόταν

με δυο πλεγμένα σώματα,

στου απομεσήμερου

τη θερινή ραστώνη.

Κάποτε ήμασταν ακόμη παιδιά

και είχε αυτό μια κατάβαθη γαλήνη.

Το ανήξερο,

το ανομολόγητο, που τόσο επιθυμούσαμε

και το όνειρο που άγουρο ακόμα,

του δίναμε σχήμα με τα χέρια μας.

Τώρα γινήκαμε μεγάλοι,

θαρρείς και το μέγεθος

μας μίκρυνε τελικά

κι αυτό που έλαμπε σαν πανσέληνος,

δεν φέγγει άλλο πια.

Κενοί οι στίχοι που μας νανουρίσαν,

ξερό χορτάρι που το καίει ο Λίβας

κι αφήνει πίσω οσμή καμένου χρόνου.

Τώρα,

κάθε καλοκαίρι μου αφαιρώ

μια ζωή πλανεμένη,

Ανεκπλήρωτη ζωή.