«Γιατί, βλέπεις, είναι τόσο λίγο αυτό που περνάει από το χέρι μας. Γεννιόμαστε και προσπαθούμε και δεν ξέρουμε γιατί, μόνο συνεχίζουμε να προσπαθούμε και γεννιόμαστε ταυτόχρονα μ’ ένα σωρό άλλους, όλοι μαζί ένα κουβάρι, και είναι σαν να προσπαθούμε, σαν να πρέπει να κουνάμε χέρια και πόδια με νήματα, μόνο που με τα ίδια νήματα είναι δεμένα κι όλα τα άλλα χέρια και πόδια και όλοι οι άλλοι προσπαθούν επίσης και ούτε αυτοί ξέρουν γιατί, παρά μόνο ότι τα νήματα τούς εμποδίζουν• σαν να έχεις πέντ’ έξι ἀνθρώπους κι όλοι μαζὶ να προσπαθούν να φτιάξουν ένα χαλί στον ίδιο αργαλειό μόνο που ο καθένας θέλει να υφάνει το δικό του σχέδιο• και δεν γίνεται να έχει σημασία, το ξέρεις αυτό, αλλιώς Εκείνοι που έστησαν τον αργαλειό θα είχαν οργανώσει το πράγμα κάπως καλύτερα•


από την άλλη όμως πρέπει να έχει σημασία γιατί δεν σταματάς να προσπαθείς ή αναγκάζεσαι να μην σταματάς να προσπαθείς και μετά ξάφνου όλα τελειώνουν και το μόνο που σου απομένει είναι ένα κομμάτι βράχος με κάτι ορνιθοσκαλίσματα επάνω, εφόσον βέβαια υπάρχει και κάποιος να θυμηθεί να σκαλίσει το μάρμαρο και να το τοποθετήσει ή έχει τον χρόνο να το κάνει, και να τρώει όλη τη βροχή κι όλον τον ήλιο και μετά απὸ λίγο κανείς δεν θυμάται ούτε το όνομα ούτε και τί ήθελαν να πουν τα ορνιθοσκαλίσματα, κι εξάλλου δεν έχει και σημασία.»

William Faulkner, 25 Σεπτεμβρίου 1897 – 6 Ιουλίου 1962 | Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! | μτφρ.: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου | εκδόσεις Gutenberg