Πίσω απ’ τις γρίλιες είναι το μεγάλο μεσημέρι.
Τα σκόρπια σπίτια κάτασπρα, κ’ ένα κόκκινο κάτω απ’ το λόφο.
Λίγο πιο πάνω, ξέρουμε, είναι η μεγάλη ασβεστωμένη μάντρα.
Από κει κατεβαίνει η δροσιά προς τους ευκάλυπτους,
κ’ ένα άρωμα από σάπια ροδάκινα σωριασμένα στο δρόμο.
Άξαφνα τα τζιτζίκια σώπασαν. Δυο ηλιοκαμένα σώματα
στ’ άσπρα σεντόνια. Βγάλε και το δαχτυλίδι σου –
μου πιάνει ένα δικό μου χώρο στο μικρό σου δάχτυλο.