Αμούρ – Ελένη Κουκουβίτη
Ο φοβερός παγετός στην ανατολική Σιβηρία είχε κοπάσει. Οι αντικυκλώνες με τους ισχυρούς ανέμους από την λειψυδρία του ηπειρωτικού κλίματος τώρα φάνταζαν μακρινοί, λες και είχαν ξεπηδήσει από κάποιο κακό όνειρο. Η περίοδος τήξης των παγωμένων ποταμών διαρκούσε πολύ. Ένας εξαιρετικά δύσκολος χειμώνας έφτανε στο τέλος του⸱ εξαιρετικά δύσκολος, διότι πολλά ζώα δεν κατάφεραν να επιβιώσουν στις ακραίες συνθήκες που επικρατούσαν με τις θερμοκρασίες να αγγίζουν τους πενήντα βαθμούς υπό το μηδέν για ατελείωτους μήνες! Είναι άξιο απορίας πώς σε ένα τόσο αντίξοο περιβάλλον ζουν, αναπτύσσονται και αναπαράγονται ένα πλήθος ειδών θηλαστικών, πτηνών και ακόμη και υδρόβιων οργανισμών. Κι όμως, άφθονες αλεπούδες, ελάφια, τάρανδοι, σκίουροι και αρκούδες ξετρύπωναν τώρα από τις φωλιές τους, επανέρχονταν από το χειμέριο ύπνο και δειλά-δειλά ξεκινούσαν την αναζήτηση τροφής ή ζευγαρώματος. Τα πιο γενναία δε απ’ αυτά έτρεχαν ή χοροπηδούσαν ανέμελα, παίρνοντας θάρρος από τη βελτίωση του καιρού, προς στιγμήν αγνοώντας τους κινδύνους που παραμόνευαν.
Σε τούτα τα πυκνά δάση κωνοφόρων, τα καλυμμένα με πλούσια βλάστηση, όπου ευδοκιμούσαν οι κέδροι, οι λεύκες, τα κυπαρίσσια, οι σημύδες και τα έλατα, όπου μια πληθώρα ποταμών και λιμνών διέσχιζαν τις άγριες οροσειρές και πεδιάδες καταλήγοντας στον ωκεανό, ένα ζώο τόσο επικίνδυνο όπως η καφέ αρκούδα έπαυε να κυριαρχεί, καθώς αποκτούσε έναν πανίσχυρο ανταγωνιστή: τη τίγρη του Αμούρ. Τούτο το εξωτικής ομορφιάς ζώο ήταν προικισμένο με ασύλληπτη δύναμη και ευφυΐα. Η ευλυγισία του σώματος και η φοβερή του επιδεξιότητα δικαίως του παρείχαν τη δυνατότητα να υπερισχύει κάθε ζώου. Ήταν ο αρχηγός σε τούτα τα γόνιμα και ανέγγιχτα από τον άνθρωπο μέρη και το γνώριζε.
Εδώ, λοιπόν, βασίλευε η τίγρη του Αμούρ: το μεγαλοπρεπές, περήφανο και μοναχικό θηρίο. Η παχιά του γούνα και το χοντρό στρώμα λίπους που τοπεριέβαλλε, ιδίως στη κοιλιά, καθώς και τα μεγάλα θερμαινόμενα πέλματα των ποδιών του, του επέτρεπαν να τα βγάζει πέρα με τη παγωνιά. Μολαταύτα, παρά τη σωματική διάπλαση και τη δύναμη που διέθετε ήταν πλέον ιδιαίτερα ευάλωτο. Η καταστροφή όλο και μεγαλύτερων εκτάσεων των οικοτόπων του λόγω της σπάνιας χλωρίδας τους καθώς και των πλούσιων κοιτασμάτων ανόργανων στοιχείων, η λαθροθηρία που άκμαζε με σκοπό τη συλλογή και πώληση της γούνας, αλλά και το επιστημονικό ενδιαφέρον για τις μαγικές ιδιότητες όλων των οργάνων του ζώου, ξεκινώντας από τα μάτια και καταλήγοντας στην ουρά, είναι μερικοί μόνο από τους λόγους που απειλούσαν το είδος του με εξαφάνιση.
Στο βορειοανατολικό τμήμα της οροσειράς Σιχοτέ-Αλίν βρισκόταν ο εθνικός δρυμός Μποτσίνσκι. Η περιοχή αυτή ήταν ένας προστατευόμενος βιότοπος και η δασική υπηρεσία τηρούσε επαρκώς τη φύλαξη του πυρήνα του. Εκεί, σε ένα απόμερο μέρος κρυμμένο στη βλάστηση, κοντά στη λεκάνη του ποταμού Μπότσι, γεννήθηκαν πρόσφατα δύο τιγράκια: ένα θηλυκό κι ένα αρσενικό. Η μητέρα τίγρη ήταν κάπως μικρόσωμη και γέννησε σχετικά νωρίς για την εποχή. Τα θήλαζε και τα έπλενε πολύ προσεκτικά, γιατί ήταν ακόμη πολύ ευαίσθητα κι αβοήθητα. Εκείνα έσκουζαν και προσπαθούσαν να βρίσκονται μονίμως κοντά της, ακολουθώντας τη μυρωδιά της επειδή δεν μπορούσαν ακόμα να δουν. Ο πατέρας τους είχε ήδη εγκαταλείψει προς αναζήτηση νέας συντρόφου. Δε συμμετείχε στην ανατροφή των παιδιών. Η περίοδος γάμου είχε μόλις ξεκινήσει.
Σιγά-σιγά το κρύο υποχωρούσε και τη νύχτα η μάνα, αφού κοίμιζε τα μικρά της, έβγαινε για κυνήγι. Δυο εβδομάδες αργότερα, τα δυο νεογέννητα έβλεπαν πια και είχαν μεγαλώσει αισθητά, έσκουζαν δυνατότερα, αλλά το θηλυκό ήταν ακόμη αρκετά αδύναμο. Όταν πέρασε ένας μήνας η μάνα κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να επιζήσει. Το σήκωσε με το στόμα της, το απομάκρυνε από το καταφύγιο και το παράτησε. Ο αρσενικός Αμούρ, απεναντίας, γινόταν ολοένα και πιο γερός. Η ανάπτυξή του, μέρα με τη μέρα, ήταν εμφανής. Ήταν ζωηρός και περίεργος και στους δύο μήνες είχε ήδη αρχίσει να ξεπορτίζει από το καλά φυλαγμένο μητρικό κρησφύγετο, κινδυνεύοντας να χάσει ακόμη και τη ζωή του, αφού δεν συνειδητοποιούσε απλώς πως δεν ήταν αρκετά ώριμος και δυνατός για να αντιμετωπίσει άλλα αγρίμια. Η μάνα πάντα τον προλάβαινε εγκαίρως και, κρατώντας τον με προσοχή ανάμεσα στα θανατηφόρα δόντια της, τον επέστρεφε στη φωλιά του.
Στο μισό χρόνο, ο Αμούρ είχε πια το μέγεθος ενός γεροδεμένου σκύλου. Έβγαινε συχνά από το λημέρι του κι ενθουσιαζόταν που τα μικρά θηλαστικά έτρεχαν να κρυφτούν στη θέα του, αρχίζοντας να αντιλαμβάνεται τη μέλλουσα ισχύ του. Η μητέρα του τον εκπαίδευε συστηματικά στο κυνήγι. Του μάθαινε πώς έπρεπε να στήνει ενέδρα και να παρακολουθεί αθόρυβα τη λεία του, ώσπου να τον πλησιάσει στη κατάλληλη απόσταση, προτού επιτεθεί αστραπιαία και μπήξει τους κυνόδοντες στο λαιμό του ζώου. Του έμαθε πώς να υπολογίζει σωστά τις δυνάμεις του και να αποφεύγει την επίθεση σε ζώα υπερμεγέθη, από τα οποία θα μπορούσε να πληγωθεί θανάσιμα, αλλά και να προτιμάει τα πιο αδύναμα ζώα ή τα ηλικιωμένα, προκειμένου η προσπάθειά του να είναι επιτυχής.
Ο γιος παρατηρούσε και αφομοίωνε κάθε κίνηση της μητέρας του. Έμαθε να πιάνει ψάρια, κολυμπώντας να μεταφέρει τη λεία του και επιπλέον να πηδάει ψηλά στον αέρα για να αρπάξει κάποιο μεγάλο πτηνό. Η εκπαίδευση ήταν δύσκολη και απαιτούσε ίσαμε δύο χρόνια! Ο Αμούρ, όμως, στάθηκε άτυχος. Δεν ήταν ούτε ενός, όταν μια νύχτα η μητέρα του δεν επέστρεψε στη κρυψώνα. Ο Αμούρ δε μπορούσε να ξέρει τι συνέβη, πάντως την αναζήτησε μάταια. Ήταν πια αρκετά ανεξάρτητος και ικανός να κυνηγήσει με ικανοποιητικό ποσοστό επιτυχίας. Είχε αποκτήσει τη βασική εμπειρία, άρπαζε με ευκολία μοσχέλαφα, ζαρκάδια, ακόμη και ελαφίνες, όμως από δω και πέρα έπρεπε να πορευτεί μόνος του κι ο βαρύς χειμώνας βρισκόταν στο ζενίθ του. Από εκείνη τη μέρα εγκατέλειψε τη κρυψώνα της μητέρας του οριστικά.
Ο Αμούρ είχε γίνει πια ένα πανέμορφο ζώο. Οι μαύρες ραβδώσεις έμοιαζαν με μυστηριώδη σκοτεινά μονοπάτια με άπειρες διακλαδώσεις πάνω στο χρυσαφί τοπίο του τριχώματός του, που το αδιάκοπο χιόνι το έκανε να χλωμιάζει, πάραυτα δημιουργώντας μια εξαίσια αντίθεση με το κατάλευκο παγωμένο δάσος, ενώ τους θερινούς μήνες οι ηλιαχτίδες που αντανακλούσαν πάνω του, τον έκαναν να λάμπει όμοια με σπάνιο ιριδίζον διαμάντι. Τα μάτια του έσταζαν μέλι και έκρυβαν την εντυπωσιακή νοημοσύνη μιας μοναχικής ύπαρξης. Τα στρογγυλά μικροσκοπικά αυτάκια του σαν να είχαν συρρικνωθεί ακόμη περισσότερο από το πολικό ψύχος. Η ριγέ ουρά του ήταν μακριά και δυνατή. Ένιωθε και ήταν μοναδικός και παντοδύναμος.
Το ένστικτο της εξουσίας του ήταν έμφυτο. Γνώριζε πως σταδιακά έπρεπε να οριοθετήσει τον προσωπικό ζωτικό του χώρο. Η επιλογή του χώρου είχε σημασία και βασιζόταν στη ποικιλία και τον αριθμό των θηλαστικών με τα οποία θα τρεφόταν, αλλά και την επαρκή ποσότητα λιμνών ή ποταμών, αφού το νερό είναι μια από τις λατρείες της τίγρης.
Το αιλουροειδές κινήθηκε έξυπνα και μέσα σε μερικούς μήνες είχε αποσπάσει μια καρποφόρα έκταση του δάσους, όπου ο αμόλυντος αέρας της ατμόσφαιρας τον γέμιζε με γαλήνη και σθένος. Με τον καιρό είχε μάθει να χυμάει στα αγριογούρουνα, τις άλκεις και τους ταράνδους, ενώ μια μέρα χρειάστηκε να εξασκήσει τις δυνάμεις του και να αναμετρηθεί με μια αρκούδα, η οποία του επιτέθηκε για να προστατέψει τα παιδιά της. Χωρίστηκαν με γρατσουνιές και άφησαν ο ένας τον άλλον στην ησυχία του, για να αποφευχθούν τυχόν δυσάρεστα ατυχήματα.
Ένα απόγευμα ψυχρό και σκοτεινό, η πείνα μέσα του είχε θεριέψει. Κοντοστάθηκε αποφασιστικά και άρχισε να ακονίζει τα γαμψά αιχμηρά του νύχια στονεπιβλητικό κορμό ενός κέδρου. Είχε διακρίνει μακριά, ανάμεσα στα φυλλώματα, ένα όμορφο αρσενικό ελάφι. Με ήρεμες κινήσεις πλύθηκε και καθάρισε επιμελώς τη γούνα του με την τραχιά εύκαμπτη γλώσσα του, κάτι το οποίο αφαιρούσε κάθε ίχνος μυρωδιάς από πάνω του. Το ελάφι μασουλούσε ανυποψίαστο τη χλόη. Δίχως ενδοιασμούς άρχισε να κατευθύνεται προς το μέρος του τίγρη, ο οποίος το παρακολουθούσε ακίνητος και ασκαρδάμυκτος. Το ελάφι προχωρούσε αργά, ορισμένες φορές απομακρυνόταν, μα τελικά επέστρεφε και σταθερά πλησίαζε άθελά του, το τυχερό τίγρη. Βρισκόταν κάμποσα μέτρα μακριά του και δεν έδειχνε καμία βιασύνη, όμως η υπομονή του Αμούρ ήταν ανεξάντλητη. Δε πέρασαν λίγες ώρες, προτού το άγριο ζώο στηριχτεί με όλη του τη δύναμη επικεντρωμένη στα πίσω πόδια για να κάνει ένα απότομο άλμα τελικά και εν ριπή οφθαλμού να γραπωθεί με νύχια και με δόντια από το σβέρκο του ελαφιού, μην αφήνοντας περιθώρια να ελευθερωθεί και, κρατώντας το γερά στο έδαφος, περίμενε μέχρι το οπληφόρο ζώο να πνιγεί από ασφυξία.Κατόπιν, σηκώθηκε και έχοντας το νεκρό ζώο στο στόμα του, κατευθύνθηκε προς το ποτάμι και το άφησε κάτω. Πια δεν είχε να φοβηθεί τίποτα. Ήξερε πως κανένας δεν θα τολμούσε να τον διακόψει και πως σε ελάχιστο χρονικό διάστημα θα είχε κατευνάσει τη πείνα του. Άρχισε να κατασπαράζει με μανία το θήραμά του ξαπλωμένος, συγκρατώντας το με τα τεράστια μπροστινά του πέλματα και μουγκρίζοντας αραιά και που. Μερικά ζωάκια το πρόσεξαν και τον παρακολούθησαν με αγωνία και ανακούφιση συγχρόνως, νιώθοντας τυχερά που δεν είχε έρθει προς το παρόν η σειρά τους και γνωρίζοντας πως για μια μικρή χρονική περίοδο θα επικρατούσε και πάλι ηρεμία και ειρήνη στα μέρη τους. Το ελάφι ήταν μεγάλο κι ο Αμούρ δεν το καταβρόχθισε ολόκληρο, παρά έκρυψε τα υπολείμματα του γεύματός του. Τώρα είχε όλο το χρόνο μπροστά του να ξεκουραστεί και να φέρει τον εαυτό του σε τάξη. Για λίγες μέρες περιπλανήθηκε εκεί κοντά, ώστε να αποτρέψει αν τύχει κάποιον κλέφτη, ωσότου αποτελείωσε το δείπνο του ως το τελευταίο κομματάκι.
Σπάνια συνέβαινε να βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιο άτομο του ίδιου φύλου κι αυτό ήταν κάτι που δεν επιθυμούσε διόλου. Εντούτοις, ουκ ολίγες φορές κατά τη διάρκεια του φαγητού, είχαν εμφανιστεί θηλυκά άτομα με τα παιδιά τους, που σιμώνοντας επιφυλακτικά τσιμπούσαν από τη λεία του κι ο Αμούρ μοιραζόταν μαζί τους το γεύμα του γενναιόδωρα, χωρίς καμία αντίρρηση.
Η ζεστή εποχή του καλοκαιριού κύλησε ομαλά, χωρίς σοβαρά εμπόδια στη διαβίωση του αιλουροειδούς.Ο Αμούρ αισθανόταν πως κατείχε πλέον τον πλήρη έλεγχο της ζωής του. Ο παγετώδης χειμώνας, όμως, επέστρεψε δριμύτερος… Τα ποτάμια και οι λίμνες κρυστάλλωσαν. Ο παγερός άνεμος διαπερνούσε τα σωθικά και τα ζώα ανήμπορα να ανταπεξέλθουν έχαναν τη ζωή τους. Σαν να μην έφτανε αυτό, ένα είδος πανούκλας σάρωσε σχεδόν όλα τα αγριογούρουνα! Η ασιτία ανάγκασε τον Αμούρ να υπερβεί όχι μονάχα την οριοθετημένη από τον ίδιο περιοχή, αλλά και το όριο της προστατευόμενης περιοχής του πάρκου. Κατευθύνθηκε βορειοδυτικά και έφτασε πολύ μακριά, σε έναν οικισμό κοντά στο Χαμπάροφσκ. Στο σημείο εκείνο ο παραπόταμος Ουσούρι, που πηγάζει από το όρος Σνέσναγια − «Χιονισμένο»− της οροσειράς Σιχοτέ-Αλίν, διασταυρωνόταν κι ενωνόταν με τον ποταμό Αμούρ, ο οποίος εκβάλλει τα νερά του στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Ο Αμούρ έστησε καρτέρι λίγο έξω από το χωριό. Όταν νύχτωσε, απλώθηκε ησυχία και οι άνθρωποι κλείστηκαν ερμητικά στα σπίτια τους. Όταν έσβησε και το τελευταίο φως, ο Αμούρ βγήκε από τη κρυψώνα του και εισέβαλε στο χωριό. Τα σκυλιά ήταν αλυσοδεμένα στους κήπους, αλλά αυτό δεν αποτελούσε εμπόδιο για κείνον. Πηδώντας πάνω από ένα φράχτη άδραξε ένα σκυλί, έσκισε την αλυσίδα και τρέχοντας εξαφανίστηκε στο δάσος. Την επομένη επανέλαβε τη διαδικασία. Οι άνθρωποι είχαν αναστατωθεί, έβγαλαν τα σκονισμένα τουφέκια τους. Ο δήμος της περιοχής έλαβε μέτρα. Το στρωμένο χιόνι στο έδαφος έφτανε το μισό μέτρο και υπέθεσαν ότι το αγρίμι που αφάνιζε τα οικόσιτα ζώα τους θα δυσκολευόταν πολύ να τα μεταφέρει μέσα στο χιόνι. Καθάρισαν τους αυτοκινητόδρομους και έστησαν παγίδες. Ωστόσο, οι επιθέσεις συνεχίζονταν, οι παγίδες παρέμεναν κενές και ίχνη κανενός ζώου δεν φάνηκαν στους δρόμους. Οι άνθρωποι ποτέ δεν κατάφερναν να πιάσουν το ζώο στα πράσα, αν και ένας τους ισχυρίστηκε πως είδε μια τίγρη να αρπάζει το σκύλο του και να φεύγει τρέχοντας, μα δε τη πρόλαβε. Μια εβδομάδα μετά, λύθηκε το μυστήριο. Ο σταθμάρχης του Υπερσιβηρικού Σιδηρόδρομου τους ειδοποίησε πως ανακάλυψε ίχνη μεγάλου αιλουροειδούς ανάμεσα στις ράγες πάνω από το χωριό, τις οποίες καθάριζαν καθημερινά από το χιόνι για να διέρχονται οι συρμοί. Ο εγκληματίας έδρασε επαγγελματικά! Ποτέ δεν πέρασε από το ίδιο σημείο δεύτερη φορά, στον τόπο του εγκλήματος δεν επέστρεφε, αυτοκινητόδρομους δεν χρησιμοποιούσε. Να τον πιάσουν δεν κατάφεραν ποτέ…
Έναν χρόνο αργότερα, ο τίγρης είχε επιστρέψει στη γενέτειρα περιοχή του. Το μέγεθός του είχε ξεπεράσει πολλούς του είδους του. Είχε αποκτήσει απογόνους ήδη τρεις φορές και σύντομα θα γινόταν ξανά πατέρας. Ήταν καλοκαίρι κι ο καιρός ήταν ζεστός, κατάλληλος για μπάνιο. Περπατούσε αμέριμνος ανάμεσα στις φυλλωσιές και κατευθυνόταν προς τη λεκάνη του ποταμού Μπότσι. Ο ήλιος είχε ανατείλει και έλουζε με το λαμπρό του φως το μαγευτικό τοπίο. Τα νερά ήταν εκθαμβωτικά! Ο Αμούρ είχε δειπνήσει καλά πριν από λίγες ώρες και το στομάχι του ήταν ευτυχισμένο. Ο πυροβολισμός που ακούστηκε ήταν απρόσμενος. Μια σφαίρα πέρασε ξυστά πάνω από το κεφάλι του. Ο Αμούρ τινάχτηκε πανικόβλητος και το έβαλε στα πόδια. Όχι μόνον αυτός, αλλά και όλα τα υπόλοιπα ζώα τρόμαξαν και βάλθηκαν να τρέχουν προς κάθε κατεύθυνση. Ακούστηκε δεύτερος και μετά τρίτος και μια σφαίρα πέτυχε τον Αμούρ στην ουρά του. Ο τίγρης έβγαλε έναν πονεμένο βρυχηθμό. Αυτό μείωσε κατά πολύ τη ταχύτητα που είχε αναπτύξει, όμως συνέχισε να τρέχει ακάθεκτος. Μπροστά του έβλεπε να ορθώνεται μια πόλη ονειρική, αγαθή και ελπιδοφόρα. Μια πόλη ανύπαρκτη. Οι τουφεκισμοί άρχισαν να πέφτουν βροχή. Ένας τον βρήκε στα πλευρά. Το ζώο άρχισε να ταλαντεύεται και η αντοχή του λιγόστευε. Σε λίγα δευτερόλεπτα είχε εξασθενίσει ολότελα. Έπεσε στο πλάι αγκομαχώντας, ενώ το τουφέκι εξακολουθούσε να ρίχνει ανελέητα προς τη μεριά του. Ένας οξύς πόνος βάραινε το στήθος του. Βαριανασαίνοντας περπάτησε με το νου του προς την απίθανη μαγική πόλη που άνοιγε τις πύλες της για να τον δεχτεί, ενώ τα θαμπωμένα έκπληκτα μάτια του έμειναν στραμμένα στον ουρανό.
__________________________________
Η Ελένη Κουκουβίτη συμμετείχε στο διαγωνισμό πεζογραφίας του iTravelPoetry.