📸Κλικ: Ιωάννα Πανούτσου

Τα μαλλιά της τελευταίας θάλασσας κατέληγαν πάντα σγουρά κι ατίθασα.

Η παραλία σχεδόν έρημη
μα οι ανάσες μας τόσο πηχτές και θορυβώδεις.
Οι θαλάσσιες θεότητες στέκονταν τώρα δίπλα μας ξεχασμένες κι αδόξαστες
με δέρματα θαμπά και χέρια αδειασμένα απ’ τα πανάρχαια σύμβολα
που σήμαιναν κάποτε την αίγλη τους,
μια αίγλη που ζέσταινε άλλοτε τις φλέβες πανύψηλων αγαλμάτων.
Στέκονταν δίπλα μας,
αλλά κανείς πια δεν τις παρατηρούσε.
Η μόνη δύναμη που τους είχε απομείνει
ήταν εκείνες οι άξαφνες ιριδίζουσες λάμψεις που φωσφόριζαν
πότε στα διάφανα βότσαλα,
πότε στη χρυσαφένια αμμουδιά
και πότε στα ιδρωμένα μέτωπα,
για να δεσμεύσουν για λίγο τα αφηρημένα μάτια μας
έτσι όπως το συνηθίζουν κάποτε τ’ αστέρια που σωριάζονται μπροστά μας
σε μια εντυπωσιακή υπόκλιση
πριν χαθούν αιώνια στη σφαίρα της ανυπαρξίας.

Η θάλασσα…
Τα μάγια του καλοκαιριού μάς ντύνουν πάλι αιχμάλωτους.
Λίγες κλεμμένες ηλιαχτίδες στα χρυσά ματόκλαδα,
τα παροπλισμένα αισθήματα
κι οι παράλυτες προθέσεις μόλις που επέπλεαν.
Ολόκληρος ο φυσικός κόσμος
–ορατός κι αόρατος–
συνωμοτούσε τώρα τ’ απροσπέλαστα εμπόδια.
Η ρόδινη κορδέλα του δειλινού
υπαγόρευε μόνο χαμηλωμένα βλέφαρα.
Οι κραυγές των νυσταγμένων γλάρων
ανέδιδαν την επιβεβλημένη σιωπή.
Οι νευρικές κινήσεις του νερού
συγχρόνιζαν τα αλλεπάλληλα σκιρτήματα
που και στον ύπνο ελλοχεύουν
κι ένας ερασιτέχνης δισταγμός κρυμμένος
στις λοξές σκιές των αφυδατωμένων σωμάτων.

Η τελευταία θάλασσα
και τα μαλλιά της που κατέληγαν
τόσο αγριεμένα κι εκδικητικά
να μας τιμωρήσουν που αρνιόμασταν να κοιτάξουμε
με ορθάνοιχτα μάτια τον ήλιο.

Τώρα το γνωρίζουμε καλά
πως η βίαιη ορμή των κυμάτων πάνω στα βράχια
δεν είναι παρά αυτή η ίδια η οργή
όσων δεν μπορούν ν’ αγκαλιάσουν.


Σοφία Μιμιλίδου, Η Τελευταία Θάλασσα, από τη συλλογή "Απορίες Αθωότητας"