Το διήγημα «κλειστό μέχρι νεοτέρας» της Θεοδώρας Μουλού, απέσπασε το 2ο βραβείο στον 3ο πανελλήνιο διαγωνισμό πεζογραφίας του itravelpoetry.com


Κλειστό μέχρι νεωτέρας

 

​«Παράδεισος, δε νομίζεις;»

​«Ε, δε το συζητώ…»

​Είχε από ώρα σκοτεινιάσει. Ο παφλασμός ίσα που έφτανε στα πρώτα βότσαλα. Σε λίγες μέρες ο καιρός θα γύρναγε και οι αλμυρές σταγόνες θα έφταναν μέχρι το τροχόσπιτο του κυρ Στάθη.

​Ήταν το δεύτερο καλοκαίρι που έβλεπε να τελειώνει από αυτή τη μικρή παραλία. Τον συμπότη του τον ήξερε τέσσερις μήνες μόνο και ήδη ήταν ένας επιστήθιος φίλος.

​«Κάθε μέρα τέτοια ώρα στο πεζοδρόμιο μαζευόμασταν, στήναμε μια σχάρα και δωσ’ του να βγάζω παϊδάκια και λουκάνικα και ένα σωρό μεζέδες. Πιο πολλά τρώγαμε εμείς, παρά πούλαγα. Αλλά κι αυτά έχουν τη χάρη τους,» του είπε αραδιάζοντας στο τραπέζι κουτιά από παγωτό με χταποδάκι, μικρά ψάρια, λίγο γαύρο μαρινάτο, τυρί, ελιές και ψωμί.

«Σε ποιο πεζοδρόμιο;» Όσο καιρό είχε αράξει εκεί, ήταν πρώτος να μοιραστεί το κρασί του, τα ψαράκια που έπιανε και να πει δυο καλαμπούρια. Όμως, ο συμπότης του, ο Μάνος, ένας συνομήλικος σχεδόν, συνταξιούχος ναυτικός, ήταν ο πρώτος που άκουγε κάτι για τη ζωή του κυρ Στάθη. Όσο να πει κανείς, οι πληροφορίες διαδίδονται ταχύτατα σε έναν τόπο, που όλα ζουν για δυόμιση περίπου μήνες, και πεθαίνουν με την έξοδο των τουριστών. Ήταν Αθηναίος. Αυτό ήταν το μόνο που γνώριζαν, ακόμα κι αυτοί που δεν τον είχαν συναντήσει ποτέ.

​«Έξω από το μαγαζί μου. Είχα κρεοπωλείο στον Πειραιά.»

«Το πούλησες;» τον ρώτησε δήθεν αδιάφορα χαζεύοντας μια παρέα νεαρών που είχαν κατασκηνώσει πριν μια βδομάδα και τώρα είχαν αρχίσει να μαζεύουν.

«Γιατί θα το έπαιρνε κανένας…;» κι άρχισε να στρίβει τσιγάρο. Του έβγαινε πιο φτηνά από το πακέτο. «Τριάντα πέντε χρόνια το κράταγα. Δυο φορές μου το ‘χε κλείσει το υγειονομικό.» Χαμογέλασε. «Τη δεύτερη θα μου παίρνανε και την άδεια, αλλά είχα ένα φιλαράκι και μου τη χαρίσανε. Όσοι αγόραζαν από μένα το έκαναν για άλλους λόγους. Είχα κάνει θρεφτάρια τα αδέσποτα της περιοχής.» Χτύπησε το στήθος του τάχα περήφανος.  

​Ο Μάνος κούνησε το κεφάλι και χαμογέλασε ευγενικά. Άνοιξε ένα πλαστικό μπουκάλι και φίλαρε τα δυο ποτήρια.

«…Βάλσαμο!» Πλατάγισε τη γλώσσα μόλις κατέβασε το περιεχόμενο του ποτηριού με τη μία.

Ο Μάνος συγκατάνευσε και ξαναγέμισε τα ποτήρια. Είχε αναλάβει το ρόλο αυτό, όσο ο κυρ Στάθης έψηνε τα ψάρια και το χταπόδι στα κάρβουνα. 

«Τη σιχάθηκα την Αθήνα, τον Πειραιά…» ξεκίνησε να λέει. «Του πατέρα μου ήταν το μαγαζί και μου το άφησε. Αυτό και το σπίτι από πάνω. Καλή του ώρα. Η αδελφή μου πήρε δυο διαμερίσματα παρακάτω. Στο ίδιο μαγαζί, που λες, στο ίδιο σπίτι, δούλεψα και παντρεύτηκα. Στο ίδιο πεζοδρόμιο που μάτωνα τα γόνατά μου, έπαιξαν και τα παιδιά μου. Ο μεγάλος δηλαδή. Ο μικρός…» κι άδειασε το ποτήρι.

​«Με το ρέγουλο.»

​«Δε βαριέσαι. Κάποια στιγμή, που λες, πνίγηκα. Είπα “στο διάτανο”. Ακόμα και η από κάτω γειτονιά μου φαινόταν ένας ξένος κόσμος, μια άλλη πόλη. Φοβόμουνα να πάω δυο στενά παρακάτω. Είχα και τόσες υποχρεώσεις… Βάλε κι άλλο.»

​«Η γυναίκα σου; Τα παιδιά σου;» άνοιξε το μπουκάλι, αλλά δεν γέμισε τα ποτήρια μέχρι πάνω. 

​Τον ζύγιασε μια στιγμή και ύστερα κοίταξε προς τη θάλασσα.

​«Καλά θα ‘ναι.» Καθάρισε το λαιμό του. «Βάλε κι άλλο, μωρέ, τι το λυπάσαι;»

​Ο Μάνος υπάκουσε, χωρίς να μιλήσει. Κάποιες φορές τις καλύτερες απαντήσεις τις παίρνεις, όταν δεν ρωτάς απολύτως τίποτα.

​«Ο μεγάλος, ο Χάρης είναι ακόμα στη φυλακή.» Δεν έψαξε την αντίδραση του φίλου του. Δεν άντεχε να τη μάθει. «Έκλεψε, λέει. Ποιος να κλέψει; τους είπα. Το παιδί είναι χαζό. Το είπα, το ξανάπα. Τίποτα αυτοί. Λες και ξέρανε καλύτερα το παιδί. Εδώ δεν μπορούσε να τους πει καλά καλά τι έγινε. Ό,τι του λέγανε, ‘ναι’ αυτός.» Σκούπισε με την ανάποδη το μάγουλό και άναψε κι άλλο τσιγάρο. 

«Ποιος να νοιαστεί, μωρέ.» Ήταν το καλύτερο που μπορούσε να πει. Να κατηγορήσει το απρόσωπο, να θυμώσει με μια άγνωστη δύναμη. Ήταν καλύτερα να το κάνει πρώτος, να δείξει τη δική του αγανάκτηση, παρά να περιμένει απλά να συμφωνήσει. 

«Και να νοιαστούνε, δηλαδή, τι να κάνουνε; Τι λέει ο νόμος κύριε; Έκλεψες; Σε πιάσαμε; Θα μπεις φυλακή. Τι να τους πεις; Να αλλάξουν το νόμο για το δικό σου το παιδί; Βάλε κι άλλο, μη το λυπάσαι. Ανάθεμα οι παρέες του. Σκατόφατσες ήτανε. Δε μ’ αρέσανε, αλλά άντε να τον κάνεις καλά, ολόκληρο άντρα.»

«Άτιμο πράγμα οι παρέες…»

Δεν απάντησε. Μετά τα «αποκλείεται, δεν είναι δυνατόν» και τα «θα του κόψω τα πόδια του κωλόπαιδου», ήρθαν τα παρακάλια στους δικηγόρους και οι προσευχές – από τη γυναίκα του κυρίως. Kι ύστερα, αφού δεν εισακούστηκε κανένα «είναι καλό παιδί, δεν θα το ξανακάνει, βοήθησε με θεέ μου κι από μένα ό,τι θες» ήρθε η πραγματικότητα. Ό,τι και να έκανε τσάμπα κόπος. Έφτασε, λοιπόν, κάποια στιγμή να το παραδεχτεί στον εαυτό του: αυτός έφταιγε πάνω απ’ όλα. Και ο συμπότης του το ήξερε και το σκεφτόταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή, όπως του γέμιζε ξανά το ποτήρι. Υπάρχει ένας κρυφός κώδικας μεταξύ των γονιών. Ο ένας συμπαραστέκεται στον άλλον και παρηγορεί με τα λόγια, αλλά μόλις κλείνει η πόρτα πίσω του αγκαλιάζει την περηφάνια του για το πόσο καλά τα έχει καταφέρει ο ίδιος.

​Εκείνος έφταιγε, λοιπόν, που πικραινόταν το στόμα του κάθε φορά που κοιτούσε το παιδί του, που δεν βρήκε τις λέξεις που καταλάβαινε, που του ξέφευγε μια ανάποδη και μετά οι χριστοπαναγίες. Λίγο εκείνος, λίγο η γυναίκα του, που σταμάτησε να το παίρνει αγκαλιά από τα πέντε του, λες και το τιμωρούσε για όσα δεν θα κατάφερνε να γίνει και που κοκκίνιζαν τα μάτια της κάθε φορά που τη ρωτούσε κάτι…

​«Και ο άλλος ο γιος σου; Πιο μικρός είπες ότι είναι;» τον έκοψε απότομα από την αναπόληση. 

​Παιδί είχε ένα. Αλλά και το άλλο πώς να το πεις; Ψυχή δεν είχε; 

«Άσπρο πάτο!» απάντησε. Ίσως θα ‘πρεπε να κάνει λίγο κράτει. Δε βαριέσαι… Χτύπησε με το δείχτη το ποτήρι του και το πρότεινε στο συμπότη του. «Με εξομολογείς;» γέλασε. 

«Σώπα μωρέ. Εγώ άφεση αμαρτιών δε δίνω. Άμα θες να μάθω πότε έρχεται ο παπα Γιώργης. Είναι δεν είναι 10 λεπτά από ‘δω.» και του έκλεισε το μάτι με ένα μισό χαμόγελο.

​«Άμα ήθελα να δω κανένα τράγο θα πήγαινα με τη γυναίκα μου. Δεν είχε αφήσει εκκλησία για εκκλησία…»

​«Μη βλασφημάς. Εγώ απλά είπα…»

​«Πάψε, μωρέ, σαν την Καίτη κάνεις.»

«Η γυναίκα σου;»

«Αυτό μου ‘λεγε κι εκείνη. ‘Μη βλασφημάς.’ ‘Άμα υπήρχε Θεός, μωρή, σε αυτά τα χάλια θα ‘σουνα;’ να της λέω… ‘Μη βλασφημάς’ να λέει εκείνη. ‘Βλασφήμια είναι τα παιδιά σου, μωρή’, να της λέω εγώ, δώσ’ του τα κλάματα εκείνη.» έκανε να γελάσει, αλλά βγήκε αναστεναγμός. «Και τι δεν της έλεγα,» συνέχισε. «Λες κι εκείνη έφταιγε. Άραγε να μη στενοχωριόταν; Μια χαρά κοπέλα ήταν όταν τη γνώρισα. Αλλά μου ‘σπαγε τα νεύρα. Είχε βρει αυτό τον τρόπο, να απασχολεί το λειψό μυαλό της. Λες και τη βάραιναν οι αμαρτίες και έπρεπε να της συγχωρεθούν. Ποιες αμαρτίες;» Κοίταξε τη βέρα του. Έτοιμη να του κόψει το δάχτυλο. Βαριά. Σφιχτή. Δεν τολμούσε να τη βγάλει. Δεν είχε μάθει έτσι. Το σπιτικό του, τη γυναίκα του… έπρεπε να τα είχε τιμήσει. Και το έκανε. Όσο μπορούσε. Όσο άντεχε.

​«Ο μικρός σου γιος;» επέμεινε ο άλλος άντρας. Ήθελε να μάθει. Αν και σε αυτό το σημείο δεν ήταν σίγουρο αν το έκανε από περιέργεια ή για να μην τον αφήσει να μαραζώσει σε σκέψεις, χωρίς να του προσφέρει ένα χέρι σωτηρίας. 

​«Ο Πέτρος.»

​«Που είναι αυτός; Με τη μάνα του;»

​«Σε ίδρυμα.»

​«Τι ίδρυμα;» ξεροκατάπιε. 

​«Ξέρω ‘γω πως τα λένε αυτά; Νοσοκομείο; Κλινική; Σχολείο; Ίδρυμα είναι. Τι σημασία έχει που είναι; Πάντως από όταν τον κλείσαμε στο ίδρυμα η μάνα του απόγινε.»

​«Τι έχει;»

​«Δεν μιλάει. Ποτέ δε μίλαγε. Τρέχαμε σε νοσοκομεία, γιατρούς, ειδικούς… Τίποτα. Μόνο ούρλιαζε. Πείναγε; Πόναγε; Μόνο ουρλιαχτά. Μας μάθανε πώς να τους μιλάμε σιγά, σιγά, ήρεμα, μπας και γυρίσει να μας κοιτάξει. Αυτισμός είπανε, αγρίμι σου λέω εγώ. Έπαιρνε ένα παιχνίδι και καθόταν μόνο του σε μια γωνιά. Ώρες ατέλειωτες ήταν έτσι. Μέχρι που μεγάλωσε κι αυτός.»

«Και;»

​«Και έριξε τη μάνα του από τις σκάλες. Από θαύμα δεν της έσπασε το κεφάλι. Που να τον κάνουμε καλά; Δεκατεσσάρων χρονών αγόρι. Άντρας. Έτσι, τον βάλαμε στο ίδρυμα. Καλύτερα από εμάς το φροντίζουν. Αυτοί εκεί ξέρουν.»

​Δεν ήξερε τι απαντάνε σε τέτοιες περιπτώσεις. Να τον παρηγορήσει; Πώς; Ό,τι και να ξεστόμιζε φοβήθηκε πως θα ακουστεί σαν οίκτος. Του γέμισε το ποτήρι.

​«Και τώρα; Θέλω να πω εσύ είσαι εδώ… Έχεις να τους δεις απ’ όταν ήρθες;»

​«Τι να τα δω; Πήγαινα στην αρχή στο μεγάλο. Κάθε φορά έβανε τα κλάματα. Τον τελευταίο καιρό είχε αλλάξει. Αλλουνού παιδί είχε γίνει εκεί μέσα. Σταμάτησα. Πήγαινε η μάνα του.»

​«Και ο μικρός;» γέμισε τα ποτήρια τους για ακόμα μια φορά.

​«Τον μικρό δε μας αφήνανε. Μια στο τόσο και αν. Τον ‘αναστατώναμε’ λέει. Σάμπως θα μας θυμόταν και να πηγαίναμε;»

​«Και πώς και το πήρες απόφαση; Εμείς παρακαλάμε να φύγουμε, σπουδάζουμε τα παιδιά μας να έρθουν στην Αθήνα και εσύ τα παράτησες όλα για να ‘ρθεις εδώ χάμου;»

​«Τι δεν κατάλαβες από όσα σου είπα;» πρώτη φορά τον κοίταζε στα μάτια από την ώρα που κάθισαν. Οι νεαροί είχαν ήδη φύγει για το λιμάνι. Το μόνο που ακουγόταν ήταν κάτι ξεχασμένοι τζίτζικες και το κυματάκι να σκάει δειλά στα βότσαλα. Μια λάμπα πάνω από το κεφάλι τους για να καίει τα κουνούπια έδινε στο ασπράδι των ματιών του ένα χρώμα ταλαιπωρημένο. Υγρό. Κοίταξε πιο πέρα. Ντράπηκε. Τι ερώτηση ήταν αυτή; Εύκολα θα μπορούσε να τον κρίνει. Κι αυτός κι όλοι. «Στη θέση μου τι θα έκανες; Θα καθόσουνα; Να κάνεις τι;»

«Δεν ξέρω.»

​«Άκου, λοιπόν, να μάθεις. Δεν είναι ωραίο πράγμα να σε λυπούνται. Πόσοι λες να ψώνιζαν από εμένα και γιατί; Εγώ δεν έτρωγα από το μαγαζί μου.» σκάει στα γέλια. «Άχρηστος ένιωθα. Δεν μπορούσα να ταΐσω τον εαυτό μου και την οικογένεια μου, όποια κι αν ήταν αυτή, αν δε μου έδιναν οι άλλοι να φάω. Καλύτερα να μου είχαν κοπεί τα χέρια. Και από τα νοσοκομεία που τρέχαμε το μικρό, ξέρεις πόσες φορές μας κάνανε δώρο θεραπείες; Μπορούσα να πληρώσω ένα μέρος, αλλά δεχόμουν την ελεημοσύνη. Για το δικό μου το παιδί, φαινόταν ότι κάποιος ξένος νοιαζόταν περισσότερο. Αλλά έτσι είχαμε μάθει κι εγώ και η Καίτη. Κάναμε ωραίο ζευγάρι. Εκείνη έπαιρνε από την εκκλησία, εγώ… τάιζα τους σκύλους. Κι ύστερα, ήταν και τ’ άλλο… Δε βάζεις, όμως, στο ποτήρι… Τι το λυπάσαι, μωρέ…;» Ήπιε δυο γουλιές και συνέχισε.

«Κι ύστερα που λες, ήταν και τα ‘φιλαράκια’ μου, που σου έλεγα προηγουμένως. Να, ήταν ο Νίκος. Καλή του ώρα. Από μωρά γνωριζόμασταν. Καμάρι να τον δεις όταν η κόρη του μπήκε στο πανεπιστήμιο, καμάρι κι όταν παντρεύτηκε και μας μοίρασε μπουμπουνιέρες. Και ο Κώστας, καλή του ώρα κι αυτουνού. Κάθε βράδυ με το που χτύπαγε το κινητό, γινότανε μπουχός,» κι έσκασε στα γέλια. «Δεν το έλεγε, βέβαια, αλλά όλοι ξέραμε ότι ήταν η γυναίκα του. Του θύμιζε να γυρίσει σπίτι του. Αμ, κι ο Μπάμπης; Άλλος αυτός… Αυτός είχε το μαγαζί με τα χαρτικά στο από πάνω στενό. Σου λέω όλοι εκεί ήμασταν από παιδιά μαζί. Στα ίδια σπίτια είχαμε μεγαλώσει, οι περισσότεροι τις δουλειές των πατεράδων μας είχαμε κληρονομήσει και όσοι είχανε, τα αφήσανε στα παιδιά τους. Ο Μπάμπης, λοιπόν, είχε το γιο του από μικρό στο μαγαζί, να τον μάθει τη δουλειά. Που σιγά τη δουλειά, δηλαδή. Να πουλάς κωλόχαρτα και κανέναν αναπτήρα. Να ‘ταν κρεοπώλης, να πω μάλιστα. Θέλει τέχνη κύριε να κόβεις το κρέας… Δε συμφωνείς;»

​Άρπαξε το μπουκάλι, αλλά δεν μπόρεσε να το ανοίξει. Ο Μάνος το έβαλε στην άκρη. 

​«Νομίζω ότι έχεις πιει αρκετά. Να σε αφήσω σιγά σιγά, να πας για ύπνο, να πάω κι εγώ στο σπίτι, σαν το φίλο σου τον Κώστα, κι ας μη με έχει πάρει τηλέφωνο η γυναίκα μου.»

«Κάτσε, μωρέ. Που θα πας; Χεσμένο σε έχει η γυναίκα σου, γι’ αυτό δε σε παίρνει τηλέφωνο. Κι εμένα χεσμένο με είχε. Και τότε και τώρα. Και να πεθάνω εδώ χάμου, ούτε που θα ιδρώσει το αυτί της. Εγώ…» κόμπιασε πριν σπάσει η φωνή του. «ένα γιο είχα και πού να του αφήσω το μαγαζί… Ξέρεις, λοιπόν, τι έκαμα κι εγώ;»

​«Τι έκανες, μωρέ Στάθη;» τώρα πια δεν ήθελε να μάθει τίποτα άλλο.

«Τα τακτοποίησα όλα. Ένα χαρτζιλίκι άφησα στην άκρη για το μεγάλο, να του πηγαίνει η μάνα του κάθε τόσο, χρέη –κι αν θέλεις το πιστεύεις- δεν είχα…» άναψε ένα τσιγάρο και έδειξε το τροχόσπιτό του. «Βρήκα κάτι γέρους που το πουλάγανε, λέει το ‘χανε γυρίσει σ’ όλη την Ελλάδα κάποτε! Δεν μπορούσα να πάρω καινούριο. Πολύ ακριβά. Ένα πρωί, ξύπνησα νωρίς νωρίς, πήρα μια βαλίτσα με τα ρούχα μου, έβαλα μια ταμπέλα στο μαγαζί: ‘Κλειστό μέχρι νεωτέρας’, πήρα το τροχόσπιτο και ήρθα!»

«Κάτσε, κάτσε. Η γυναίκα σου; Δεν σου είπε τίποτα; Δε σε ρώτησε; Έτσι, απλά σε άφησε να φύγεις;»

«Γιατί το κατάλαβε, λες;» γέλασε αρρωστημένα. «Πάντως όταν γύρισα με τούτο το θηρίο, δεν ήταν στο σπίτι. Κι όταν γύρισε, δεν το σχολίασε καν. Ανάθεμα κι αν το είχε δει παρκαρισμένο έξω από την πόρτα της. Όταν μάζεψα τα ρούχα μου, δεν ήταν στο σπίτι. Χαιρετισμούς είχε; Πώς τα λένε αυτά; Δεν ξέρω. Δεν ρώτησα. Όταν έφυγα, πάλι δεν ήταν στο σπίτι. Ε, όταν γύρισε, κάποια στιγμή θα το κατάλαβε…» ξαναγέλασε, αλλά γρήγορα σοβάρεψε.

​Ο συνδαιτυμόνας του δεν απάντησε. Δεν είχε τι να του πει αυτή τη φορά. Τον είδε που έριξε το χέρι του στο στήθος και το έτριψε. Μα, με τόσο που ήπιε, πώς να μη ζεσταίνεται. Ήταν και η υγρασία…

​«Παράδεισος!» ψιθύρισε. Κοίταξε κατά τους βράχους. Είχε φεγγάρι και έβλεπες τις καμπύλες τους, τις σουβλερές τους μύτες…Όταν πρωτόπε αυτή τη λέξη, ήταν όταν έφτασε με το αυτοκίνητο, σέρνοντας με τον κοτσαδόρο το τροχόσπιτο-αντίκα. Ήταν χειμώνας ακόμα. Τέλη Φλεβάρη. Κι όμως, το ‘βλεπε. Έβλεπε την ομορφιά, την ηρεμία που κρυβόταν πίσω από τη φουσκωμένη θάλασσα, το νοτισμένο αέρα και τα ημίγυμνα δέντρα. Την επόμενη το πρωί βάλθηκε να βολέψει το καινούριο ‘σπιτικό’ του. Έχτισε κουτσά στραβά κι ένα τοιχάκι, από τη μία πλευρά, να οριοθετήσει το χώρο του, αγόρασε και μια γεννήτρια για ρεύμα. Δεν έβλεπε την ώρα να ανοίξει ο καιρός. Μόλις έγινε κι αυτό βρήκε ένα βραχάκι κι άρχισε να ψαρεύει. Τον είχε μάθει κάποτε ο παππούς του.

​Μέχρι να καλοκαιριάσει είχε βολευτεί. Σταμάτησε να τραβάει λεφτά από την τράπεζα. Δεν είχαν μείνει και πολλά! Τα δυο ταβερνάκια στην άλλη άκρη της αμμουδιάς  είχαν ανοίξει για τα καλά. Κάπου στα μέσα του καλοκαιριού το νησί ασφυκτιούσε από τουρίστες. Κάποιοι έφταναν μέχρι τη μικρή του παραλία, τον ‘Παράδεισό’ του. Έτρωγε από αυτά που ‘σκότωνε’ ο ίδιος και τα υπόλοιπα τα πούλαγε στα ταβερνάκια. Του έμεναν δυο δεκάρες να πάρει το νερό του, βενζίνη για τη γεννήτρια, τσιγάρα και κρασί. Ειδικά το τελευταίο ήταν συχνά κερασμένο. 

Το καλοκαίρι ήρθε κι έφυγε. Οι τουρίστες το ίδιο. Μερικά ‘φιλαράκια περιορισμένης χρήσης’, επίσης. Τους μίλαγε, τους έκανε παρέα, τους κέρναγε. Είχε μήνες να σκεφτεί τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Σάμπως εκείνοι τον θυμούνταν; Να τον είχαν ανάγκη; Να τον κάνουν τι; Περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, οι άνθρωποι, οι εποχές. Δεν του έλειπε η παλιά του ζωή.

«Άντε, άντε να πηγαίνω! Κοίτα να πέσεις για ύπνο. Να σε βοηθήσω να μαζέψεις;»

​«Σώπα, μωρέ καημένε! Κι αύριο μέρα είναι!»

​Ο Μάνος δεν υπάκουσε αυτή τη φορά. Μάζεψε όπως όπως τα πλαστικά κουτιά από παγωτό με τα μεζεδάκια από το τραπέζι και τα έβαλε στο ψυγείο, μαζί με το κρασί. Τον χαιρέτησε, καβάλησε το φιατάκι του και πήρε το δρόμο για τη γυναίκα του. 

​Ο κυρ Στάθης έμεινε μόνος του. Όπως τότε, στην αρχή. Που δεν τον ήξερε κανένας. Ακόμα και τώρα, ποιος τον ξέρει; Ο Μάνος; Σιγά… Ήρθε, έφαγε, ήπιε…

​Μάζεψε τα δυο ποτήρια σε μια λεκάνη με νερό που είχε για νεροχύτη και ξανακάθισε. Επιτέλους ηρεμία. Είχε ξεχάσει το καυσαέριο, τα κορναρίσματα, τις κατάρες των γειτόνων για τα σκουπίδια και τη βοθρίλα σε κάθε βροχή.

​Και μέσα σε όλα η Καίτη. Αμίλητη να περιφέρεται στο σπίτι. Το μεσημέρι να ακούει από το μαγαζί, και μαζί του όλη η γειτονιά, τις φωνές του μικρού, τις φωνές τις δικές της… Ένιωσε στο στήθος του μια θέρμη. Σαν να αγκάλιαζε τον Πέτρο. Μέχρι ν’ αρχίσει να γκρινιάζει και σιγά σιγά να σπαρταράει σαν άγριο γατί για να ξεφύγει. Χαμογέλασε. Και τρεις και τέσσερις φορές ας του ‘λεγε κάτι, ας το καταλάβαινε λάθος. Χαλάλι του. Ας τον είχε δίπλα του και ας τον εκνεύριζε, θα τον έδιωχνε κι ύστερα θα τον φώναζε πίσω. Κι εκείνος θα ξέχναγε το μάλωμα και θα φωτιζόταν το πρόσωπό του με δυο φιλιά. Τι ήθελε και τα θυμήθηκε;

​Παραπάτησε μέχρι το μικρό ψυγείο. Ο άλλος είχε κρύψει το κρασί πίσω από τα φρούτα. Σιγά την κρυψώνα, σκέφτηκε προσπαθώντας να ισιώσει τη μέση του. Ξανακάθισε κι έφερε ένα καθαρό ποτήρι μπροστά του. Μια στάλα είχε μείνει. Αμαρτία να μείνει. 

Λαχταρούσε να βρει το συναίσθημα εκείνο που είχε τον πρώτο καιρό. Όταν πρωτοπάτησε στον ‘Παράδεισο’. Σαν να είχαν σπάσει ταχοντρά σχοινιά, που από την πολυκαιρία, την ακινησία και τον ιδρώτα που τα είχε μουσκέψει, του ήταν ασήκωτα. Και τελικά τι έκανε; Τα μετακίνησε για λίγο πριν να βολευτούν σε νέα θέση.

Με τις μέρες ένιωθε να τον καταπίνει το στρωματάκι από αφρολέξ που κοιμόταν. Πόση ώρα του έπαιρνε να σηκωθεί! Το καλοκαίρι όσο καθόταν στην πλαστική καρέκλα του, μπροστά από το τροχόσπιτό του, όλο και κάποιος θα περνούσε. Καινούριο ‘φιλαράκι’σαν αυτούς που είχε και στην προηγούμενη ζωή του. Η ευγένεια έλεγε να ανταποδώσει το χαιρετισμό και ύστερα θα τουμπαστακωνόταν για κάνα δίωρο: και ‘βγάλε κρασί’, και ‘βάλε μια τηγανιά’ ή ‘έφερα μεζεδάκι’. Βέβαια, από μια πλευρά τι να σκέφτεσαι αυτά που σε στοιχειώνουν; Σάμπως η σκέψη τα αλλάζει;

Δεν τον έπιανε ο ύπνος. Έβαλε ένα ποτηράκι ακόμα, να αδειάσει το μπουκάλι. Σκεφτόταν, θυμόταν. Ίσως έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι. Να πάρει την Καίτη και να την φέρει κι εκείνη εδώ. Για λίγο μόνο. Όπου να ‘τανε ο μεγάλος θα ‘βγαινε. Να ξανανοίξει το μαγαζί και να τον μάθει πέντε πράγματα. Όσο ζούσε θα τον είχε εκεί. Δίπλα του.

Πάνω που πήρε να χαράζει έκλεισε τα μάτια του. Στην πλαστική καρέκλα, έξω από το τροχόσπιτο, με ένα ποτήρι κρασί μπροστά του και ένα γεμάτο τασάκι. 

Την επόμενη ο Μάνος πέρασε να τον χαιρετήσει. Τον βρήκε εκεί. Του μίλησε. Δεν ξύπνησε.