«Μια μέρα στο ψυχιατρείο» – Γαρουφαλιά Στέτου (Γ βραβείο στον 3ο διαγωνισμό πεζογραφίας του itravelpoetry)
Το διήγημα «μια μέρα στο ψυχιατρείο» απέσπασε το τρίτο βραβείο στον τρίτο πανελλήνιο διαγωνισμό πεζογραφίας του itravelpoetry.com
Μια μέρα στο ψυχιατρείο
Ήταν μετά από το πιο όμορφο καλοκαίρι της ζωής μου, που τρελάθηκα. Ένιωθα δυνατή εκείνο το καλοκαίρι, περιπετειώδης, ένα με τη φύση και τη μουσική. Είναι λες και άγγιξα την κορυφή της ευδαιμονίας και ύστερα ισοπεδώθηκα και αποδομήθηκε η λογική και ο νους μου. Διαλύθηκε και έσπασε σε μικρά κομμάτια που ένωνα άναρχα.
Ήταν Νοέμβρης θυμάμαι, όταν έγινε η εισαγωγή μου στο ψυχιατρείο. Όλοι όσοι αγαπούσα ήταν εκεί μαζί μου. Έκαναν υποφερτή την κράτησή μου. Έμεινα δύο μήνες στο Γεννηματά. Δύο, γεμάτους από κάθε άποψη,μήνες. Μέσα στην παραζάλη των χαπιών, τη συγκατοίκηση και συμβίωση με τους υπόλοιπους ενοίκους της κλινικής, όλα είχαν μια παραμορφωμένη αύρα, ο χρόνος είχε μεταβληθεί. Συνέβαιναν τα πάντα και τίποτα συνάμα.
Κάθε μέρα, ξυπνούσα ζαλισμένη με το ζόρι, για να φάω το καθιερωμένο πρωινό στις οκτώ. Με ξυπνούσε η αδερφή μου, η μόνιμη -με εντολή γιατρού- συνοδός μου. Ανεχόταν τα παράπονα και τη δυσαρέσκεια μου, το πρόγραμμα του ψυχιατρείου και τη βαβούρα των ψυχικά νοσούντων. Μια βαβούρα ξένη στους λογικούς. Απόκοσμη και συνάμα απρόσμενη. Είχε μπορώ να πω, το στοιχείο της έκπληξης. Για να το θέσω απλοϊκά, το πρωινό στο εστιατόριο του ψυχιατρείου, θύμιζε την ώρα του φαγητού σε ένα βρεφονηπιακό σταθμό. Κάποιος θα ζητούσε περισσότερο, άλλος δε θα έτρωγε καθόλου, άλλος θα έπαιζε με το φαγητό του, άλλος θα έκανε απόπειρες να πάρει φαγητό από άλλον τρόφιμο. Και στη μέση όλων η Πηνελόπη, η αγαπημένη μου, θα φώναζε απεγνωσμένα το συνοδό της «Χασάν, Χασάν» κι ας βρισκόταν δίπλα της.
Ύστερα είχαμε εργοθεραπεία και ψυχοθεραπεία για να ξεκινήσει όμορφα η μέρα.Ο κάθε τρόφιμος άνοιγε τον κόσμο του, έβαφε με τα χέρια, έπλαθε, ζωγράφιζε έχτιζε λίγο από την ψυχή του μπροστά στους επιβλέποντες. Υπήρχε μια διάχυτη ανησυχία συνέχεια, όλοι ήθελαν να βγουν γρήγορα για τσιγάρο στη ράμπα, να χαρούν τον ήλιο. Κι όμως είχαμε δραστηριότητες. Τελειώναμε λοιπόν και ξεχυνόμασταν στο σαλόνι και στη ράμπα. Όσοι είχαν την άδεια από τη διευθύντρια, έβγαιναν σε όλο το νοσοκομειακό χώρο των συγκροτημάτων του Γεννηματά. Εγώ ήμουν από τους τυχερούς αυτούς. Οπότε μετά τις δραστηριότητες πήγαινα για καφέ με τον εκάστοτε συνοδό μου.
Εκεί κολατσίζαμε, καπνίζαμε στον εξωτερικό χώρο του κυλικείου και έπειτα κάναμε βόλτες.
Γύρω στη μία ήταν το μεσημεριανό. Να σημειώσω εδώ, ότι στο Γεννηματά μπήκα σαράντα δύο κιλά και στην αρχή της νοσηλείας μου, δεν έτρωγα από το φαγητό της κλινικής.Από όταν ξεκίνησα να πηγαίνω λοιπόν, ήξερα ότι το πρωινό διαδέχονταν ένα γεύμα με τις ίδιες περίπου προδιαγραφές, εικόνες και αίσθηση.Μετά το μεσημεριανό ή πήγαινε ο καθένας στο δωμάτιό του ή βγαίναμε όλοι μαζί στον εσωτερικό προαύλιο χώρο του κτιρίου. Στην αρχή βέβαια, να επισημάνω ότι ήμουν συνέχεια στο δωμάτιό μου ή στον εξωτερικό χώρο του κτιρίου. Είχαμε βλέπετε εντολή γιατρού να έχω συνέχεια συνοδεία και να μην εμπλέκομαι πολύ με τους υπόλοιπους τροφίμους για να μην επηρεαστώ, καθώς η περίπτωση μου δεν ήταν βαριά. Βέβαια δεν ήταν ο μόνος λόγος… Όπως τονίζω παραπάνω έχασα τα λογικά μου. Καθώς η σκέψη μου κατακερματίστηκε, τα κομμάτια της έπλεαν σε μία σούπα στο μαγικό τσουκάλι του κρανίου μου. Ανακάτευα λοιπόν αυτά τα κομμάτια και τα ένωνα τυχαία στο μίγμα που έφτιαχναν όλα μαζί. Αποτέλεσμα αυτού, κάθε ερέθισμα που δεχόμουν να έχει μια αλυσιδωτή σχέση με μνήμες και γνώριμα πράγματα, τυχαία ή μη. Όλα μου θύμιζαν κάτι, όλα είχαν σχέση το ένα με το άλλο και προπάντων με μένα.
Ακολουθώντας την οδηγία των γιατρών λοιπόν, στην αρχή ήμουν πιο κλειστή και πιο αποστασιοποιημένη από το περιβάλλον του ψυχιατρείου. Φρόντιζαν γι’ αυτό και οι φίλοι και συγγενείς. Ωστόσο εγώ είχα μία πηγαία περιέργεια για όλους τους ασθενείς, άρχισα με τον καιρό να τους μιλάω, να μαθαίνω τις ιστορίες τους και να τους διαβάζω στο προαύλιο.Την ίδια περιέργεια ανέπτυξαν και όλοι οι δικοί μου άνθρωποι, ο καθένας με τον τρόπο του. Οπότε όσο περνούσε ο καιρός είχαμε μάθει ποιοι απάρτιζαν τη μικρή κοινωνία των «τρελών». Τα χούγια και τους διάφορους χαρακτήρες. Δυστυχώς δε θυμάμαι όλα τα ονόματα των ασθενών. Ονομαστικά, θυμάμαι την Αναστασία, τον Νίκο, την Αλίνα, την Πηνελόπη και τη Μελίνα. Αλλά όλοι οι τρόφιμοι έχουν μείνει χαραγμένοι στο νου μου.
Με τον Νίκο παίζαμε τάβλι στα τραπέζια του εστιατορίου και κάναμε βόλτες, ήταν πολύ καιρό μέσα αλλά είχε όλες τις ανέσεις, δικό του δωμάτιο, άδεια για βόλτες σε όλους του χώρους’οι φύλακες τον άφηναν να πάει μέχρι και έξω από το Γεννηματά στο περίπτερο για τσιγάρα. Ήταν ο αρχηγός ας πούμε. Ήταν ένας πελώριος τύπος, ευτραφής και ψηλός με καστανά μαλλιά και στραβά δόντια. Είχε ένα χαρακτηριστικό βλέμμα απορίας όλη την ώρα και έμοιαζε με μεγαλόσωμο παιδί. Τον έκανες γύρω στα δεκαεπτά, δεκαοκτώ παρόλο του το ανάστημα.
Η Αναστασία στην αρχή με αντιπαθούσε πολύ, μου είχε πετάξει ένα ποτήρι νερό στα μούτρα, ήθελε βλέπετε το αγόρι μου και νόμιζε ότι της τον έκλεψα. Ήταν μια σκουρόχρωμη νεαρή με μαύρα μαλλιά και χαμένο στην αρχή της νοσηλείας της βλέμμα. Το χαρακτηριστικό της Αναστασίας αλλά και της Αλίνας ήταν ότι ήταν αθεράπευτα ρομαντικές, είχαν ορέξεις για έρωτα και πάθος. Και ποιος δεν έχει θα μου πείτε. Η Αναστασία ωστόσο πιο πολύ και από την Αλίνα ερωτευόταν όποιον έβλεπε μπροστά της για λίγο σχεδόν παράφορα. Ήταν έτοιμη να τον κατακτήσει. Αυτό με τον καιρό κόπασε και γίναμε φίλες.
Οι αγαπημένες μου ήταν η Μελίνα και η Πηνελόπη. Η καθεμιά για διαφορετικούς λόγους.Η Πηνελόπη θεωρητικά ήταν βαριά περίπτωση, ωστόσο εγώ έβλεπα ένα αγαθό πλάσμα που με κάθε ευκαιρία τραγουδούσε, φώναζε και τριγυρνούσε στα δωμάτια των άλλων από περιέργεια. Είχε και εκείνη σκούρο δέρμα και κατσαρά μαλλιά. Μου άρεσε να περνάω χρόνο μαζί της να της διαβάζω και να της μιλάω γλυκά.Η Μελίνα νομίζω είχε κατάθλιψη και είχε μπει για αποτοξίνωση με δική της πρωτοβουλία και ήταν αυτό που λέμε «κουλ». Ήταν ένα ψηλό εικοσάχρονο κορίτσι, με ωραίο παρουσιαστικό και ανοιχτά ξανθά μαλλιά σχεδόν πλατινέ. Η Μελίνα ήταν από τους λίγους μαζί με εμένα που περιποιούταν αρκετά τον εαυτό της βάφοταν έντονα και τριγυρνούσε με τα μεγάλα δίπατα παπούτσια της στους διαδρόμους της κλινικής. Ήταν μια πολύ γλυκιά και ωραία παρουσία.
Από ένα σημείο και μετά διάβαζα συνέχεια. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ καλά λόγω της αγωγής αλλά πάλευα και διάβαζα δυνατά στους συνοδούς μου. Έπειτα το αναγνωστικό κοινό απλώθηκε και συμπεριέλαβε όλους τους ασθενείς. Καθώς διάβαζα ανακάλυπτα βαθιά νοήματα σχετιζόμενα με την περίπτωσή μου και την περίπτωση όλων. Το είχα βρει για παιχνίδι. Οι περιπτώσεις ήταν οι εξής, είτε θα διάβαζα με προσοχή κάτι και θα προσπαθούσα να το συνεχίσω μέχρις ότου το τελειώσω, είτε θα άνοιγα τα βιβλία σε τυχαίες σελίδες και θα αναζητούσα φράσεις και κομμάτια που έχουν κάτι να μου πουν.
Σε κάποια φάση της νοσηλείας μου, καθώς πλησίαζε η ημέρα του εξιτηρίου το διάβασμα μου είχε γίνει εμμονή, έπιανα αγκαζέ έναν έναν τους ασθενείς και τους διάβαζα. Με φώναζαν δασκάλα. Είχα πάρει το ρόλο μου πολύ στα σοβαρά και έσερνα στις μικρές βόλτες και τους εκάστοτε συνοδούς μου.
Διάβασα πολλά βιβλία κατά τη νοσηλεία μου κάποια από αυτά ήταν : ο «Τρυποκάρυδος», ο«Ντέμιαν», το «Μαγικό Βουνό», η «Αστερόσκονη», ο «Ωκεανός» και τα μπέρδευα μεταξύ τους και έφτιαχνα ευφάνταστες ιστορίες για μένα ή για τους παλιούς και νεοεισαχθέντες ασθενείς.
Στην αρχή ήμουν πολύ αρνητική με τη νοσηλεία μου, όπως αναφέρω πιο πάνω, δεν έτρωγα, δεν πήγαινα επίσης στην εργοθεραπεία, δεν έβρισκα νόημα στο να ακολουθώ τη ρουτίνα του ιδρύματος. Ήμουν αγανακτισμένη με τον εγκλεισμό μου. Σιγά σιγά μυήθηκα στους ρυθμούς του ψυχιατρείου και δεν ήταν τόσο άσχημα. Ιδίως στην εργοθεραπεία και τηψυχοθεραπεία με τον καιρό τις απολάμβανα στο επάκρον. Από όταν ξεκίνησε να πηγαίνει και η Μελίνα περνούσαμε πολύ όμορφα. Η Μελίνα ήταν πολύ ταλαντούχα. Ζωγράφιζε αλιενίστικες φιγούρες ανθρώπων με μεγάλα κεφάλια και μακριά άκρα.
Πέρα από την εργοθεραπεία μία φορά τη βδομάδα είχαμε art therapy αυτή έγινε η πιο σημαντική ώρα της εβδομάδος για μένα. Ήδη με την ψυχολόγο σχεδιάζαμε διάφορα πράγματα όπως τα σύνολα των ορίων μου γιατί ήταν σα σβησμένες πατημασιές στην άμμο, αλλά στο arttherapy είχαμε κάποια θεματική ή ελεύθερο θέμα και ζωγραφίζαμε όλοι κι ύστερα κρεμούσαμε στον τοίχο της ζωγραφιές μας και τις συζητούσαμε, λέγαμε τις εντυπώσεις μας και ερμηνείες. Ήταν πολύ διασκεδαστικό. Βλέπετε δυσκολευόμουν να μιλήσω, να συζητήσω μάλλον, τα ερεθίσματα μου ήταν λίγα, αλλά τότε θριάμβευα. Ήταν η ώρα μου. Ανέλυα τις ζωγραφιές μου, τα σχέδια των άλλων με τόσο ενθουσιασμό. Τα κοιτούσα από μακριά, από κοντά, από διαφορετικές γωνίες και σκαρφιζόμουν ένα σωρό πράγματα, ήταν απολαυστικό και καθ’όλα δημιουργικό.
Το απόγευμα πριν την κατάκλιση, εμείς οι ασθενείς πέρναμε με τη σειρά τα χάπια μας, ροζ, πορτοκαλί, μπλε, λογιών λογιών χρώματα και σχήματα και ζυγιζόμασταν ένας ένας. Με το δικό μου κοκτέιλ χαπιών ο ύπνος ήταν σχεδόν αβίαστος, ταβλιαζόσουν για πλάκα. Μετά από ένα μισάωρο τα μάτια μου έκλειναν και ένιωθα ρίγη, ήταν ώρα να κοιμηθώ. Στο πλάι μου βρισκόταν πάντα η αδερφή μου με την οποία κουβεντιάζαμε και γελούσαμε νευρικά μέχρι να βυθιστώ σε βαθύ ύπνο. Στριμοχνώμασταν στο ίδιο μονο κρεβάτι, στο δωμάτιο με τις ανοιχτές πόρτες. Όλες οι πόρτες των δωματίων των ασθενών παρέμεναν αυστηρά ανοιχτές το βράδυ. Σε ένα ψυχιατρείο δεν έχεις αυτό που λέμε ιδιωτικότητα, παραμένεις το βράδυ εκτεθειμένος και «προστατευμένος». Εγώ όπως σας ανέφερα λοιπόν, μετά το τελευταίο τσιγάρο στη ράμπα κοιμόμουν σχεδόν αμέσως, η αδερφή μου ωστόσο βίωνε αυτό που λέμε βράδυ σε ένα ψυχιατρείο. Τον πόνο των βασανισμένων ψυχών που δεν μπορούσαν να κοιμηθούν, που ονειροβατούσαν, που έβρισκαν ευκαιρία να σε επισκεφθούν χωρίς να χτυπήσουν την ανοιχτή πόρτα. Εισέβαλλαν λοιπόν στα σκοτεινά, όχι με άσχημους σκοπούς αλλά με μεγάλη ανησυχία. Στο σκοτάδι όμως όλα είναι αλλοιωμένα και πιο τρομακτικά. Οι κραυγές της Πηνελόπης αντηχούσαν στους διαδρόμους, η Αλίνα έρχονταν από πάνω σου να σε κατασκοπεύσει καθώς κοιμάσαι. Η αδερφή μου είχε το ρόλο του προστάτη μου καθώς οι νοσοκόμοι δεν προλάβαιναν να είναι παντού.
Το πρωί για μένα ήταν αφόρητο, σήμανε αλλή μια μέρα χωρίς την ελευθερία μου, όσο κι αν συνήθιζα, όσο κι αν εμπλεκόμουν στις δραστηριότητες και τα διάφορα και λησμονούσα το έξω μέσα στην παραζάλη μου, η επιθυμία μου για ελευθερία, όσο πλησίαζαν μάλιστα και οι γιορτές, φούντωνε και δεν έσβηνε. Εκνευριζόμουν, οργιζόμουν που θα περνούσα τα Χριστούγεννα εκεί και δεν ήθελα με τίποτα να περάσω και την αλλαγή του χρόνου. Έτσι και έγινε. Βγήκα πριν αλλάξει ο χρόνος.
Αποχαιρέτησα τους ασθενείς με χαρά, μάζεψα τα πράγματα μου και πέρασα στο έξω. Έξω από τον περιφραγμένο χώρο του νοσοκομείου. Ήμουν πλέον ελεύθερη. Είχα συνηθίσει τόσο πολύ το ασφαλές περιβάλλον του νοσοκομείου μακριά από τις έγνοιες και τις ευθύνες που δεν ήξερα τι να κάνω με την ελευθερία μου. Επίσης να σας πω ότι μετά από ένα οδυνηρό ψυχωσικό επεισόδιο και μια νοσηλεία κάποιος -ή τουλάχιστον εγώ- είναι σχεδόν καταρρακωμένος. Έχει ανατραπεί όλη σου η ζωή, και έχεις συνηθίσει σε μίαν άλλη, εκείνη ενός εξαρτημένου ατόμου πρακτικά. Μέσα στο ψυχιατρείο γίνεσαι ξανά παιδί.
Έτσι ένιωθα λοιπόν και εγώ όταν βγήκα, το σοκ ήταν μεγάλο, όλα ήταν μεγάλα. Έπρεπε να ξαναμπω στον κόσμο των μεγάλων ταχυτήτων.
Όλοι έτρεχαν και εγώ μπουσουλούσα, δεν μπορώ να διανοηθώ πόσο πιο δύσκολη θα ήταν η ένταξη αν είχα περάσει εκεί ένα χρόνο. Ή ακόμη και άλλον ένα μήνα. Περνούσα κατάθλιψη αλλά, έπρεπε να μάθω να τρέχω, γιατί στον κόσμο της «ελευθερίας» όλοι αυτό έκαναν για να επιζήσουν, αλλιώς τους ποδοπατούσε το άρμα της καθημερινότητας και τους ισοπέδωνε. Τότε κατάλαβα πόσο σκληρός είναι ο κόσμος που ζούμε και πόσο σημαντικό να υπάρχει μια περίοδος ένταξης μετά από μια τέτοια εμπειρία. Το γράψιμο αποτέλεσε για μένα το καταφύγιο μου και μια μεγάλη λύτρωση. Επιβράδυνε την οδύνη του έξω. Εδω θα παραθέσω καταληκτικά, ένα ποίημα που έγραψα σχετικά με τη μεταχείριση των ψυχασθενών όπως την έζησα:
Περί τρέλας
Η μάστιγα των ψυχικών νοσημάτων.
Μέσα από το κάτοπτρο της καθαρότητας και της κανονικότητας,
αποδίδεις το μίασμα στους ψυχικά νοσούντες.
Απολεσθείσες ψυχές που παραστράτησαν.
Στοιβάζονται στην καλύτερη περίπτωση σε ιδρύματα και ξενώνες.
Αποκομμένοι από την κοινωνία της λογικής.
Πέφτουν βροχή τα χάπια για μια «κανονική» ζωή.
Η τιμωρία της ευαισθησίας σε μια μιασμένη καθ’όλα κοινωνία.
Ψάχνεις να βρεις και να ξορκίσεις το κακό.
Ένα κακό του νου-σώματος που σε περικλείει.
Κι όμως δε βλέπεις την ατέρμονη λογική.
Εκείνη που δίχως όρια σου χτυπά την πόρτα.
Ζούμε σε έναν κόσμο που φτιάχνει μικρές φυλακές, μέχρι και το ίδιο το σπίτι μας ορθώνεται γύρω μας σαν τέτοια…
One thought on “«Μια μέρα στο ψυχιατρείο» – Γαρουφαλιά Στέτου (Γ βραβείο στον 3ο διαγωνισμό πεζογραφίας του itravelpoetry)”