Διακρίθηκε με τον δεύτερο έπαινο στον τρίτο πανελλήνιο διαγωνισμό πεζογραφίας η Δώρα Τσιπλακίδη, με το παρακάτω έργο :


Μονόπρακτο για τρεις :

 

 

Αφηγητής

Μουνκ

Γκαίτε

 

 

 

Αφηγητής:  Πανικός , αδιέξοδο, φόβος αγωνία , αποξένωση, απελπισία. 

Το τελευταίο συναίσθημα που ανέφερα , ή έλλειψη ελπίδας δηλαδή , είναι ίσως η πιο άσχημη  τραγική κατάσταση στην οποία μπορεί να περιέλθει ένας άνθρωπος. 

 

Κάνει το άτομο να ασφυκτιά, να νιώθει δυσφορία, ματαιότητα, να είναι εγκλωβισμένο, στην κυριολεξία να «χάνεται» πείθοντάς το ότι η κατάστασή του δεν επιδέχεται βελτίωσης  και δεν έχει συνεπώς κανένα λόγο για να ελπίζει.    

 

Η ανθρώπινη απελπισία ζει αντικατοπτρίζοντας τον ήλιο που ανατέλλει από τη δύση και δύει από την ανατολή, 

εκεί που το φεγγάρι δεσπόζει πάντα ολόγιομο μέρα και νύχτα, 

εκεί που δεν βρέχει ποτέ και όλοι ξεδιψούν από τα δάκρυα τους. 

 

Συναισθήματα, που ίσως όλοι μας σε κάποια στιγμή της ζωής μας  να έχουμε νιώσει να  ηχούν  άηχα μέσα μας και να μας εγκλωβίζουν  σε μια δύνη απελπισίας.  

Ένας διάλογος ανάμεσα στον Έντβαρντ Μουνκ και τον Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, κάπου στον χωροχρόνο.

 

 

 

( Κάπου στον χωροχρόνο, ο Έντβαρντ Μουνκ και ο  Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε κάθονται σε πολυθρόνες κίτρινου χρώματος . Τα ρούχα τους είναι σε απόχρωση σκούρου μπλε. Πίνουν από ψηλό ποτήρι αφέψημα χρώματος κόκκινου , από πίσω τους διαχέεται ένας ωχροκίτρινος φωτισμός. Στα δεξιά τους παίζει ο Σοπέν σε πιάνο μαύρου χρώματος με ουρά το πρελούδιο σε μι ελάσσονα έργο 28 αρ. 4).

 

 

 

 

 

Γκαίτε:

 

Ναι, η αλήθεια είναι πως ο Φάουστ με ακολούθησε βήμα, βήμα, από μικρό παιδί . Αναδύθηκε  από μέσα μου , ξεχείλισε από τις μικρές σταγόνες  εμπειρίας που γέμιζαν το ποτήρι της ζωής μου.

 

Μουνκ:

 

Και πότε έπεσε η πρώτη σταγόνα;

 

Γκαίτε:

 

Η μητέρα με έβαζε στο κρεβάτι με το που νύχτωνε. Με αγκάλιαζε 

τρυφερά, με φιλούσε και κρυφά από τον πατέρα μου , μουρμούριζε στο 

αυτί μου ένα ξόρκι , μαγικό όπως έλεγε, για να με προστατεύει από τις 

σκιές της νύχτας που τόσο με τρόμαζαν τότε.

 

Μουνκ:

 

Η γλυκιά μυρουδιά του κόρφου της.

 

Γκαίτε:

 

Στα αυτιά μου ηχεί το τρίξιμο και ο θόρυβος από τις τεράστιες πύλες που έκλειναν καθώς το σκοτάδι σκέπαζε τη πόλη όπου μεγάλωσα.

 

Μουνκ:

 

Το νανούρισμα που τραγουδούσε κάθε βράδυ καθώς με έσφιγγε απαλά στην αγκαλιά της.

 

Γκαίτε:

Αφουγκράζομαι τη σιωπή που ακολουθούσε, βλέπω το φεγγάρι πίσω από το μικρό παράθυρο του παιδικού δωματίου. Το φώς του ζωντάνευε τις σκιές.

 

 

Μουνκ:

 

Και έπειτα έπαψε το τραγούδι και ήρθε η σιωπή.

 

Γκαίτε:

 

Και την εμφάνισή τους έκαναν οι μαριονέτες . Ντυμένες άλλοτε με πολύχρωμα ρούχα άλλοτε ντυμένες σε μαύρο άσπρο. Πότε χαρούμενες και πότε στεναχωρημένες. Κινούσαν τα χέρια και τα πόδια τους , μιλούσαν , έβριζαν , τσακωνόντουσαν. Έπαιζαν ρόλους . Ο Φάουστ ζωντάνεψε μπροστά μου μέσα από αυτές τις κούκλες ένα ζεστό απόγευμα. Το βράδυ εκείνο ήρθε και τρύπωσε κρυφά μέσα στην καμάρα μου , στο μυαλό μου, στο υποσυνείδητο μου. Με στοίχειωσε για πάντα.

 

Μουνκ:

 

Κι οι μαύροι άγγελοι σταθήκανε στο λίκνο μου. Το βράδυ που έκλεινα τα πέντε μου χρόνια. Χάθηκα μέσα στα χρώματα που  γέννησε η φαντασία μου για να ξεφύγει από το μαύρο του μυαλού μου.

 

Γκαίτε:

 

Μετά ακολούθησε η θύελλα που παρέσυρε κάθε τι απρόσιτο. Κι όταν εκείνη κόπασε μια άλλη άνοιξε το δρόμο της καρδιάς διάπλατα.

 

Μουνκ:

 

Και το πάθος σαν μια κραυγή του Πάνα με έσπρωξε στα άδυτα μιας ψυχής.

 

Γκαίτε:

 

Μια παγερή ματιά θρυμμάτισε τον ήλιο που κρύβει η νύχτα μέσα της, τον έρωτα.

 

Μουνκ:

 

Ο έρωτας ψιθύρισε εγκλωβισμένος μέσα στην παράνοια της λογικής. Της λογικής που οδηγεί σε μονοπάτια δύσβατα. Και ρωτά τα σύννεφα , μα γιατί δεν στέλνετε τις σταγόνες σας στην γη να την δροσίσετε; Κι εκείνα απαντούν , γιατί εμείς δεν είμαστε σύννεφα βροχής , τα σύννεφα μες το μυαλό σου είμαστε. Δεν μας αναγνωρίζεις; Είμαστε εμείς που σκοτεινιάζουμε ότι φωτίζει τη ζωή σου και δεν αφήνουμε παρά μόνο την ομίχλη να σε οδηγεί τυφλό σε λάθος μονοπάτια. Κοίτα γύρνα και δες. Λευκό και μαύρο μπερδεύονται μέσα στα σύννεφα με μια μορφή που ψάχνει για δίαυλο διαφυγής. Το μονοπάτι σε οδηγεί εκεί που κατοικούνε άναρθρες φωνές . Η μορφή που έψαχνες, χωρίστηκε από το λευκό της , έφυγε τρομαγμένο , έμεινε μόνο νύχτα που στις σκιές δίνει ζωή. Η μορφή που χάθηκε , έγινε σκιά να περιφέρεται ψάχνοντας για αυτό που είχε και έχασε.

Γκαίτε:

 

Τόση μοναξιά.

 

Μουνκ:

 

Τόση μοναξιά.

 

Γκαίτε:

 

Κι η θλίψη πέρασε στον αντίποδα από τα μαλλιά κρατώντας το κενό, έγινε θρύψαλα και κούρνιασε ξανά.

 

Μουνκ:

 

Απελπισία. 

 

Γκαίτε:

 

Απόγνωση.

 

Μουνκ:

 

Η υπέρβαση των ορίων που οδηγεί στην παραφροσύνη.

 

Γκαίτε :

 

Το ποτήρι  ξεχείλισε, οι σταγόνες  που ξεχύθηκαν έπλασαν τον Φάουστ.

 

Μουνκ:

 

Περπατούσα σε ένα μονοπάτι , ο ήλιος έπεφτε, ξαφνικά ο ουρανός έγινε κόκκινος σαν αίμα. Σταμάτησα νιώθοντας εξαντλημένος και  στηρίχτηκα  σε έναν φράκτη. Αίμα και γλώσσες φωτιάς πάνω από το μαύρο μπλε και την πόλη, έμεινα εκεί τρέμοντας από την αγωνία κι ένιωσα ένα ατελείωτο ουρλιαχτό να διαπερνά τη φύση. Κλείνω τα αυτιά μου και αφουγκράζομαι μέσα από τη σιωπή την φασαρία, κλείνω τα μάτια και βλέπω μέσα από το φως του σκοταδιού. Με το στόμα ερμητικά κλειστό τραγουδάω στις νότες του θανάτου που πλανιέται γύρω μου.

Οσφραίνομαι σαπίλα και θάνατο .

Αναδύεται ο θάνατος μέσα από τις κλειδωμένες τους καρδιές και σαπίλα από τα κατακερματισμένα θέλω τους . Περιφέρομαι με ένα χαμόγελο καρφιτσωμένο στο χρώμα του πάγου και αναπνέω τα νεκρά τους όνειρα,  

αγκαζέ  με τις σκιές του χρόνου που κυλάει αμείλικτα. Καθηλωμένος σε ανάγκες που ζωγράφισα με χρώματα που εξατμίζονται στο λεπτό και μετατρέπονται στη λεπτή γραμμή  που αφήνει πίσω της η κάθε ρουφηξιά από το τσιγάρο μου. Μέσα μου κατοικεί η κόλαση , παρέα καταπιάνεται με σκέψεις άηχες που τρεμοσβήνουνε μέσα στη μνήμη αναπαράγοντας κραυγές σιωπής που  διασχίζουν το σκοτάδι καλύπτοντας τη μέρα ως σκιές , μέσα σε αυτές που κατοικούν οι κολασμένοι.

 

Γκαίτε:

 

Η κραυγή

 

Μουνκ:

 

Ο Φάουστ

Στη σκοτεινή πλευρά κανένας δεν μιλάει.. Κάποιος δειλά κοιτάζει προς την ανατολή και προσπαθεί να αγγίξει με την άκρη του ματιού του μια αχτίδα φωτός. Αλλά μια λεπίδα  ατσάλι πέφτει  με βία και κόβει τα χέρια του που καταλήγουν στο βάραθρο του Άδη. Ηδονικά τα αρπάζουν οι σκιές που κατοικούν εκεί και τα στριμώχνουν δίπλα σε άλλα κομμένα μέλη, μέσα στα υγρά βράχια, ανάμεσα σε κομμένα πόδια, κομμένα κεφάλια, καρδιές ξεριζωμένες που χτυπούν ακόμα στον γνώριμο ήχο, τικ τακ, τικ τακ σαν καλοκουρδισμένα ρολόγια. Μάτια που κοιτάζουν γύρω τους με τρόμο και απορία, εκεί στριμωγμένα, στοιβαγμένα σχηματίζουν ένα ζωντανό αποκρουστικό γλυπτό,  περιμένοντας το επόμενο μέλος κάποιου που κατοικεί στην σκοτεινή πλευρά και που θα τολμήσει να κοιτάξει προς την ανατολή.

 

Γκαίτε:

 

Ίσως γιατί κάθε τι που κάνεις , είναι αυτό που σου δίνει ώθηση να το απωθήσεις και να βρεθείς εκεί που τα βήματα σου δεν θέλουν , αλλά η καρδιά σου,  σου επιβάλει.

( Σηκώνουν τα ποτήρια τους ψηλά και αποτελειώνουν το ποτό τους).


 

Αφηγητής: Ο Πάνας φωνάζει στο μυαλό μου, στριγγλίζει στη σκέψη μου . 

« Τα περασμένα όνειρα σ’ αναζητούν,

Όνειρα ντυμένα στα λευκά, που στροβιλίζονται

στο άρωμα της ξεχασμένης παιδικής μου αθωότητας.

Για χρόνια τώρα διασχίζουν τους ιστούς της λησμονιάς ,

σ έναν αγώνα επανάληψης, κ’ υφαίνουν μ αυτούς φτερούγες

που  τις ράβουν επάνω , μ αχτίδες δανικές από τον ήλιο».

 

 

Η οργή που τρώει το μυαλό μου φτάνει και σταματάει στον λαιμό μου . 

Γίνεται κόμπος που δεν μπορεί να γίνει κραυγή, σταματά εκεί, χθες και σήμερα , σήμερα και αύριο . 

Πάντα είναι εδώ ο κόμπος και με πνίγει. 

Είδα στον ύπνο μου εχθές το βράδυ  πως ήμουν σε μια έρημη ακροθαλασσιά, γκρι ο ουρανός γκρι και η θάλασσα. 

Εγώ βρισκόμουν επάνω σε έναν βράχο καρφωμένη. 

Ύψωσα τα χέρια μου ψηλά και άφησα τον κόμπο στον λαιμό μου να γίνει κραυγή. 

Τα σύννεφα κινήθηκαν γρήγορα , αστραπές παντού φώτισαν το γκρι. 

Δεν άργησε να ξεκινήσει η καταιγίδα, στην αρχή με χοντρές σταγόνες , έπειτα ακολούθησε βροχή ασταμάτητη , τα σύννεφα έκλαιγαν από την κραυγή μου. 

Τα κύματα μανιασμένα χτύπαγαν τον βράχο που στεκόμουν έγλειφαν στο σώμα τις πληγές μου.

Εγώ στεκόμουν εκεί , με τα χέρια σηκωμένα και την κραυγή μου ατελείωτη να καλύπτει τον θόρυβο των κυμάτων , το σμίξιμο των σύννεφων ώσπου το σώμα μου εξαϋλώθηκε , έγινε μικρές σταγόνες ανάμεσα σε ουρανό και θάλασσα αντάμα με τη κραυγή μες στους αιώνες.