Το παρακάτω κείμενο της Βέρας Ι. Φραντζή, απέσπασε τον πρώτο έπαινο στον τρίτο πανελλήνιο διαγωνισμό πεζογραφίας του itravelpoetry.com


Moυ αρέσει να καυχιέμαι για την καλή μου μνήμη. Tόσες λεπτομέρειες…  αλλά και τις ασθήσεις που κέρδισα, μια προς μια και όλες μαζί σαν οργανωμένη ομάδα σγχρονισμένης κολύμβησης. Θυμάμαι τις σκέψεις μου τότε, τη θέση μου στο χώρο. Καμιά φορά τι φορούσα και τις ρυτίδες των άλλων, τη ζέστη των χεριών τους, το κρύο ξένο σώμα των γνωστών που έγιναν άγνωστοι. 

Ενα σωρό στοιχεία που αν ήταν κόκκοι αλατιού θα γέμιζαν μπουκάλι ολόκληρο. 

Είναι δυσάρεστο καποιες φορές στοιχείο και γίνεται στοχιό, αλλά τις περισσότερες φορές είναι το μεγαλύτερο δώρο του εαυτού μου προς εμένα. Η νοσταλγία των παιδικών στιγμών και η ασφάλεια και η ξεγνοιασιά… σαν ένα ζωντανό και απτό σώμα ενός είδους διαλογισμού, που μόνοι όσοι ψάχνουν για το παρελθόν ως ανταμοιβή μπορούν να το κατανοήσουν.

Και ανάμεσα στα δώρα των αναμνήσεων, οι καλύτερες, οι βασιλικές αναμνήσεις είναι εκείνες από τα παιδικά μου χρόνια.

Πήγα νηπιαγωγείο στα πέντε μου χρόνια. Πρώτη φορά σε σχολείο. Φοβόμουν πως επειδή δεν ήξερα να μετράω, θα γινόμουν ρεζίλι. Όλα τα παιδιά στην συνάντηση γνωριμίας καθόντουσαν στα χρωματιστά καρεκλάκια, εγώ με τον πατέρα μου στη είσοδο της πόρτας με το ένα πόδι έξω και το άλλο μέσα.  Ιδρωμένα χέρια και των δυο μας. Για εκείνον μεγάλωνα, για εμένα το ίδιο. Ο χρόνος είναι ανεξάντλητο πρόβλημα. Είχα πεισμώσει να μείνω σταθερή στην απόφασή μου να μην πάω στο νηπιαγωγείο. Ευτυχώς για μένα, άλλαξα γνώμη, αν και το πήρα βαρέως που οπισθοχώρισα. Ήταν και είναι θέμα τιμής να μην αλλάζω γνώμη και αν αλλάξω να το κάνω υποχθόνια, με τον δικό μου ρυθμό.

Την επόμενη μέρα γνώρισα στο σχολικό την Ελένη, ένα κοριτσάκι διπλάσιο από εμένα με την εξής ακλόνητη θέση, αν θέλω να γίνω φίλη της της, θα κάνω παρέα μόνο με εκείνη. Όταν γύρισα την πρώτη μέρα στο σπίτι από το νηπιαγωγείο, τα κλωθογύριζα τα συμβάντα και έβλεπα πως δεν γίνεται κάτι τέτοιο. Ήθελα να κάνω παρέα και με άλλα παιδιά, όχι μόνο με την Ελένη. Και έτσι την επόμενη μερα της έκανα την εξής πρόταση. Θα με μοιαράζεται και με αλλους συμμαθητές μας, αλλά θα αγαπάω μόνο εκείνη. Ο συναισθηματικός εκβιασμός της δεν με αποτελείωσε τελικά όπως ήθελε και της το ξεχρέωσα ίσα. Το δέχθηκε και εγώ κέρδισα την πρώτη μου νίκη απέναντι στα τελεσίγραφα. Μακάρι να είχα κρατήσει αυτή την δυναμική στη συμπεριφορά σε όλη μου τη ζωή και να μην γινόμουν ένας πειθήνιος πολτός.

Παρόλα αυτά δεν θυμάμαι κανένα άλλο κοριτσάκι που έκανα παρέα, γιατί τα έβρισκα τρομερά αδιάφορα. Ένω τα αγόρια… τώρα μάλιστα! Ο Αργύρης ήταν ο πρώτος μου παιδικός έρωτας. Ήταν ξανθούλης με γαλανά μάτια και ροζ μάγουλα σαν πρετροκέρασα. Στον χορό του αποκριάτικου πάρτι, όμως, ο άτολμος Αργύρης δεν μου ζήτησε να χορέψουμε. Ο Νίκος ντυμένος Ζορό το έκανε! Και εγώ κολακευμένη από τούτη την πρόταση, δέχθηκα και άρχισα να τον καλοβλέπω.

Αγόρια και κορίτσια στροβιλίζονταν άτσαλα με φουρό και μάσκες μέσα σε κομφετί και καραμούζες και αυτή η επέλαση του χρώματος και των χαμόγελων ήταν αποκαλυπτικό σοκ χαράς για όλους τους ενήλικες. Μόλις τελειώσαμε τον χορό μας με τον Νίκο, ο Αργύρης μου έκανε την πολυπόθητη πρόταση. Φυσικά δέχθηκα, αλλά από τότε και για το υπόλοιπο της σχολικής χρονιάς η καρδιά μου ήταν χωρισμένη στα δύο. Άλλωστε κάποιες επιλογές τις κάνουμε εμείς για τον εαυτό μας και κάποιες τις κάνουν οι άλλοι για εμάς. Κάποιες τρίτες και ίσως τις σημαντικότερες τις κάνουμε εμείς και τις φορτώνουμε στους άλλους.

Οι χειροτεχνίες δεν ήταν ποτέ το δυνατό μου χαρτί. Όσο και να πάλευα με τα ψαλίδια και τα χαρτιά, δεν είχα την απαραίτητη υπομονή για να φτιάξω κάτι αξιόλογο, κάτι ισάξιο με τους υπόλοιπους συμμαθητές μου. Κάθε φορά υποσχόμουν να επιδείξω υπομονή, αλλά στην πρώτη στραβοτιμονιά του ψαλιδιού, συνέχιζα στο αγαπημένο μου άτσαλο μοτίβο και η χειροτεχνία φυσικά ήταν αν όχι για πέταμα, κατω του μέσου επιπέδου της τάξης. Ο Αργύρης πάντως τα κατάφερνε, αλλά δεν τον θαύμαζα για αυτό. Εγώ είχα κολλήσει με τα γαλανά μάτια που ξεθώριαζσαν στον ήλιο και έμοιαζαν με καλογυαλισμένα πετραδάκια που το αλάτι τα είχε γδάρει σε διάφορα σημεία αφήνοντας το εσωτερικό κιτρινωπό υλικό να βγει στην επιφάνεια. Δυο μικροί πλανήτες ακατοίκητοι, παρθένοι. Τα παιδικά μάτια ενός μικρού αγοριού που δεν έχει ιδέα από τίποτα ρεαλιστικό. Για αυτό το λόγο καθόμουν πάντα στο τελευταίο τραπέζι που ο ήλιος της Άνοιξη έπεφτε κόντρα και σε τύφλωνε, αλλά ρουφούσα τόσο θαλασσί που ζούσα σαν χελιδονόψαρο στον αφρό.

Ο Νίκος πάλι έμοιαζε περισσότερο με εμένα. Ήταν σκληρό καρύδι, αθλητικός με ύφος λαχανογορίτη… μανούλα μου. Με μαύρη χοντρή αλογότριχα, μα με ευαίσθητα χείλη και παλάμες γεμάτες τρυφερότητα κα παιδική συμπόνια. Αλλά με τα ψαλίδια, τις κόλλες και τα γκοφρέ χαρτιά ουδεμία σχέση.

Ένας όμως ήταν εκείνος που άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στο μάθημα χειροτεχνίας, ο Βασίλης.  Ένα αδύνατο αγοράκι με μεγάλα καρούπουλα για γόνατα και έναν λαιμό ψηλό που κατέληγε σε ένα κεφάλι που έμοιαζε σαν μπίλια που κουδουνίζε μέσα σε κλουβί και προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα στους δύο ώμους.

Την ωρα των καλλιτεχνικών λοιπόν, ο Βασίλης παίρνει το ψαλίδι και κόβει τον λοβό του αυτιού του. Ο Βαν Γκογκ στη αίθουσα των πεντάχρονων ανάμεσα σε χειροποίτητα χαρτονένια λουλούδια  και κάτι ατζαμήδες καραγκιόζηδες που κρεμόντουσαν από το ταβάνι. Το φως έπεφτε δημιουργώντας ένα ισοσκελές τρίγωνο στο πάτωμα. Έγινε πουά από κάποια αχνά ραντίσματα αίματος.

Κάποια παιδιά έβαλαν τα κλάμματα. Η δασκάλα έτρεξε προς το μέρος του και έπειτα εξαφανίστηκε μέσα στον πανικό και έμεινε το νωπό αίμα στο θρανίο, το αδεινό κάθισμα και μερικά ανοιχτά παιδικά στόματα.

Άραγε να ήθελε να το κολλήσει στο κολάζ του; Ήθελε να πειραματιστεί, να δει αν θα τραυματιζόταν σαν πέρδικα σε κυνήγι;

Από τότε όποτε κοιτάω πίνακες του ζωγράφου που έκοψε το αυτί του, τον θυμάμαι πάντα. Μπορεί να έγινε καλλιτέχνης και αυτός. Μπορεί να είναι απλώς κλεισμένος σε κάποιο ψυχιατρείο τριάντα χρόνια μετά. Μπορεί να είναι συνηθισμένος και απλώς να έχει μια χαρακιά στο δεξί του αυτί που κανένας δεν θα το έχει προσέξει στο γραφείο που εργάζεται. Μπορεί να έγινε σημείο αναφοράς του εκείνο το ατύχημα και όλοι να τον φωνάζουν Βίνσεντ. 

Εγώ καλού κακού διαβάζω τα καλλιτεχνιά στην εφημερίδα. Να λέω πως ήμασταν συμμαθητές με το μεγάλο αστέρι της τάξης του 1990. Αφού δεν έγινα εγώ.