ΤΟ ΡΟΠΤΡΟ είναι ένα διήγημα της Φωτεινής Μαρίνας Γιωργίου Χατζηβασιλείου. Διακρίθηκε με το πρώτο βραβείο στον 3ο διαγωνισμό πεζογραφίας του itravelpoetry.com

Πρόκειται για ένα διήγημα με ιδιαίτερο συναισθηματικό χαρακτήρα. Περιγράφει δυστυχώς την καθημερινή πραγματικότητα πολλών οικογενειών και μας υπενθυμίζει πως ζούμε ακόμα σε μια κοινωνία στερεοτυπικών προτύπων.

Ακολουθεί το κείμενο :


ΤΟ ΡΟΠΤΡΟ

Τα τοπία αλλάζουν γρήγορα. Δεν προλαβαίνω να τ΄αναγνωρίσω. Ίσα που ξεχωρίζω, στο σούρουπο, το παλιό γεφυράκι, τον πλάτανο στην άκρη του ρέματος. Απέναντι μου κάθεται μια μαμά μ΄ ένα εξάχρονο αγοράκι. Τους είχα προσέξει απ’ τον σταθμό. Εκείνη σάλιωσε ένα χαρτομάντηλο και του καθάρισε το μπουφάν. Σαν την δική μου μάνα. Έπρεπε να είμαστε πάντα στην πένα. Αυτή με τα μπορντώ λουστρινένια γοβάκια της. Εγώ με το μοντγκόμερι παλτό μου. Καμάρωνε για μένα καθώς περπατούσαμε δίπλα – δίπλα στην μικρή μας πόλη. Με έστελνε στο σχολείο με την δερμάτινη σάκα, πάντα γυαλισμένη, τα τετράδια τακτικά και τα βιβλία, αγορασμένα με κόπο, ολοκαίνουριαντυμένα με σελοφάν. Μόνη της σε όλα. Αλλά μαζί της εγώ. Είχαμε δικό μας κώδικα επικοινωνίας, τα δικά μας συνθηματικά. Εκείνη κένταγε και έραβε στην ραπτομηχανή, για το μεροκάματο. Μέναμε σ’ένα ισόγειο σπιτάκι. Θυμάμαι την πράσινη πόρτα στην είσοδο. Είχε για ρόπτρο ένα μικρό μπρούτζινο χεράκι σε σχήμα γροθιάς. Όταν επέστρεφα απ’ το σχολείο το χτύπαγα συνθηματικά, μια φορά και μετά δύο. Καταλάβαινε ότι είμαι εγώ και φώναζε από μέσα, «Έρχομαι αγάπη μου!». Αυτά τα δευτερόλεπτα μέχρι να μου απαντήσει και ν’ ανοίξει την πόρτα η καρδιά μου χτυπούσε γεμάτη αγωνία. Στην παιδική ψυχή μου, φοβόμουν μην τυχόν και εξαφανιστεί κι’ αυτή μια μέρα, σαν τον πατέρα μου.

Και μετά ήρθε η εφηβεία. Έβλεπε ότι δεν ήμουν σαν τα άλλα αγόρια. Ότι δεν έτρεχα στις αλάνες. Όμως απολάμβανε την συντροφιά μου. Έλαμπε από καμάρι όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο.

Θυμάμαι εκείνα τα Χριστούγεννα που γύρισα φοιτητής πια στην πόλη. Οι μέρες περνούσαν σαν ένα συνεχές γλέντι. Ένα μεσημέρι πήγα με τον Αργύρη σπίτι. Μας έφτιαξε να φάμε, κοτόσουπα και δίπλα μια τηγανιά πατάτες. Φάγαμε στην κουζίνα. Αυτή καθόταν στο χολ κοντά στη ξυλόσομπα και έραβε. Τα κατσαρόλια στέγνωναν στον νεροχύτη και η βρύση έσταζε ενοχλητικά. Εγώ και ο Αργύρης δεν είχαμε μάτια πάρα ο ένας για τον άλλο. Μπήκε στην κουζίνα και μας κοίταξε για μια στιγμή. Έπειτα έπιασε μια πετσέτα και πάλευε να σφίξει την βρύση να μην στάζει. Πήγα να την βοηθήσω και μου είπε κοφτά «Αυτή είναι δουλειά για άντρες».

Οι μέρες κύλισαν γρήγορα με ελάχιστες κουβέντες. Έφυγα για να μην γυρίσω ποτέ. Την πήρα πολλές φορές τηλέφωνο. Απαντούσε πάντα το ίδιο «Λάθος κάνετε». Δεν μιλήσαμε ακόμα και όταν επέστρεψα, χρόνια μετά για να υπογράψω αντίτυπα του βιβλίου στο «ΚΕΒΟΡΚΙΑΝ». Το πιο ονομαστό βιβλιοπωλείο του νομού. Κάποια στιγμή όταν η ουρά με τον κόσμο κόντυνε, μου φάνηκε πως την είδα, με ‘κείνα τα μπορντό γοβάκια της στην άκρη του δρόμου. Μέχρι να βγω έξω, είχε εξαφανιστεί.

Καθώς το τρένο μπαίνει στην πόλη η γιορτινή ατμόσφαιρα σκοτεινιάζει τη διάθεσή μου. Δεν έχω νέα της εδώ και καιρό. Δεν ξέρω αν μαθαίνει για μένα. Αν γνωρίζει ότι έγινα τίμιος, αξιοπρεπής, γενναιόδωρος. Μορφώθηκα και πέτυχα. Έγινα άνθρωπος των γραμμάτων, είμαι όλα όσα αυτή θέλησε. Εκτός από ένα.

Από τις σκέψεις μου με βγάζει η φωνή του μικρού.

«Μαμά, μαμά κοίτα! ένα αστέρι πέφτει, να κάνουμε μια ευχή»

Καθώς κοιτάω το αστέρι που χάνεται έχω μόνο μια επιθυμία, μία ευχή που καίει τα μάτια μου. Να καταφέρω, όσο ακόμη υπάρχει καιρός, να πιάσω ξανά αυτό το μπρούτζινο, οξειδωμένο πια, χεράκι. Να το χτυπήσω μια φορά, και μετά δυο, και με κομμένη την ανάσα να σ’ ακούσω από μέσα να φωνάζεις

«Έρχομαι αγάπη μου».