Ο Κώστας Σκούρτης μιλάει για την συλλογή με τίτλο «και τα σκυλιά κοιτούσαν δακρυσμένα» του Παντελή Ροδοστόγλου.


Η σχέση μου με την ποίηση του Παντελή Ροδοστόγλου ξεκινά στα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν πρωτακουσα τους στίχους του μέσα από τα Διάφανα Κρίνα. Ένιωσα αυτόματα μια βαθιά οικειότητα και η γραφή του έχει, από τότε, μια διαρκή επίδραση πάνω μου. Οι εικόνες που φτιάχνει, το αίσθημα που αποπνέει, αλλά κυρίως ο ιδιαίτερος τόπος που ερευνά και η αγωνία του να βρεθεί η “σωτήρια σχισμή” που θα υπονομεύσει το υπαρξιακό αδιέξοδο του ανθρώπου και την κοινωνικά οργανωμένη βαρβαρότητα. Γιατί οι ποιητικές πτήσεις του Παντελή δεν γίνονται σ’ ανθισμένους κήπους ούτε με χρυσά φτερά. Τουναντίον, αυτός γνωρίζει πως όσο αναδύεται η ανάγκη μιας τέτοιας εμπειρίας, μιας τέτοιας θέας και εφόσον η κατάσταση – ή η ευαισθησία – του ποιητή δεν επιτρέπει τη ριζική αποσύνδεση του από τον κόσμο, τόσο έρχεται σε επαφή με τη θλιμμένη όψη της ζωής, σαν προαπαιτούμενο εσωτερικής νηψης, εξαγνισμού. Κι έτσι μόνο μπορεί να μοιραστεί αυτό το βίωμα μ’ όσους το έχουν πραγματικά ανάγκη.

Παντελής Ροδοστόγλου


Την ανάγκη αυτή είδα στην ένταση με την οποία σχετίστηκε με τους στίχους του Παντελή ένα ολόκληρο κομμάτι της νεολαίας εκείνης της εποχής, τα πιο ανήσυχα κι ευαίσθητα παιδιά της. Έφηβοι, που ζούσαν, από ανάγκη ή από επιλογή, στις παρυφές της κοινωνίας, έξω και απέναντι απ’ τον αμοραλισμό και την καταναλωτική μανία του τότε μικροαστικού ευδαιμονισμου. Η ξαφνική επαφή αυτών των παιδιών με μια – υψηλού επιπέδου – ρομαντική ποίηση συνιστά από μόνη της σημαντικότατο επίτευγμα. Πιο σημαντική υπήρξε όμως η αξιοποίηση αυτής της επαφής, καθώς το νεύμα προς μια εσωτερική κατεύθυνση αγκαλιάστηκε με θέρμη και δημιούργησε μια βαθύτατη σχέση, αναλλοίωτη, ιερή μες στα χρόνια.


Σ’ αυτή την έκδοση έχουμε την ευκαιρία, τη χαρά να έρθουμε σε επαφή με την ποίηση του Παντελή συνολικά. Τόσο με τα γνωστά μας – απ’τα Διάφανα Κρίνα – ποιήματα του όσο και με άλλα άγνωστα, αδημοσίευτα ως τώρα. Την ποίηση του διέπει, φυσικά, έντονο το στοιχείο του ρομαντισμού. Λίγο πιο σκοτεινός στα ομοιοκαταληκτα, ίσως λίγο πιο στοχαστικός στα άλλα. Ο ρομαντισμός του Παντελή δεν είναι αδιέξοδος, ενέχει το χαρακτηριστικό της ρομαντικής διαμαρτυρίας, αλλά πάει πέρα από αυτή.
Η ρομαντική διαμαρτυρία παρουσιάζεται μέσα από την επίγνωση της τραγικότητας, της αδυναμίας πρόσβασης στο χώρο του απόλυτου, της τραυματικής συνύπαρξης και της αδυναμίας ουσιαστικής επικοινωνίας. Ένα θρυμματισμένο υποκείμενο σ’ ένα κατακερματισμένο κόσμο που πασχίζει να στερεώσει τη δική του παρουσία και να προσδώσει νόημα στην υπαρξη του. Γεύεται τη φρίκη και τον τρόμο, ναυαγεί στα ωκεάνια μυστήρια του σύμπαντος, παλεύει με το ερωτηματικό τέρας του κοσμικού μας γρίφου μα – εν τέλει – βρίσκει τρόπο διαφυγής απ’ την ρομαντική διαμαρτυρία. Αντιλαμβάνεται πως το να κοινωνεις την τραγικότητα δεν οδηγεί απαραίτητα σε έναν πεσιμιστικο μονόδρομο. Σ’αυτό το σκοτάδι εκκολάπτεται, ανασαίνει μια άλλη ζωή, ένας άλλος υπαρκτικος τρόπος. Αναδύεται η προοπτική μιας άλλης σχέσης και η ποιότητα αυτού του σχετιζεσθαι είναι που αναδιαμορφώνει το πρόσωπο και νοηματοδοτει την υπαρξη του. Ο, τι έχουμε είναι η σχέση μας με τους άλλους (ή με το Άλλο). Έσχατη παρηγοριά, μοναδική ελπίδα. Και αυτό δεν αφορά μόνο την υπαρξιακή αγωνία του υποκειμένου’ είναι, επίσης, δήλωση πολιτική.

Η συλλογή από τος εκδόσεις Κυψέλη


Αυτή η άλλη σχέση με το υπαρξιακό μυστήριο, τη φύση και τον συνάνθρωπο, σχηματοποιεί την ιδέα ενός Μυστικού που διέπει την ποίηση του Παντελή και που η επαφή μαζί του έχει λυτρωτικό, αναγεννητικο χαρακτήρα. Αυτό έγκειται στα εξής στοιχεία: Στην ποιητική φαντασία, που εκφράζεται στην αυτονόητα ποιητική πρόσληψη του κόσμου απ’ το παιδί και διασώζεται εντός του ανορθολογικου μας υπολοίπου. Στην απλότητα και την καλοσύνη του λαϊκού κόσμου και του περιθωρίου, καθώς είναι αυτοί που κράτησαν ζωντανή μιαν άδολη παιδικοτητα στην λογοκρατουμενη θηριωδία. Στη συμπόνια που γεννά η κοινή μοίρα του θανάτου, του πόνου και της φθοράς των ανθρώπων. Στον εκστατικό έρωτα που, απαλλαγμένος από πάσης φύσεως στερεότυπα και κάθε ιδιοκτησιακή αντίληψη, εμφανίζεται σαν ένα βίωμα καθαρτικό που μας αποκαλύπτει και μας αληθοποιει. Τέλος, στη θυσιαστική αγάπη, που εντοπίζεται διαρκώς στην ποιηση του (“Με ρωτούν οι χειμώνες”, “El hombre solo”, “Ο καραγκιοζοπαίχτης “, “Παράξενος πραματευτής” κ.α.).
Υπάρχει, στα σκοτάδια που ερευνά, το ξαφνιασμα από μια απρόσμενη αγιοσύνη, ένα θαύμα που η πραγματικότητα αρνείται τη χάρη του μα εκείνο επιμένει να ανθίζει.

Μας μιλά για τα ίχνη μιας ζωής που υπάρχουν γύρω μας και που οι απόκληροι κάθε εποχής κουβάλησαν μέσα τους σαν πληγή. Άγνωστοι μάρτυρες μυστικής θυσίας, όσοι πόθησαν την ενότητα του κόσμου και βιώνοντας την οδυνηρή διάψευση των προσδοκιών τους, τα πλέον ιερά πρόσωπα μιας κοινωνίας βεβηλης προς καθετί ιερό, πασχισαν – βασανισμένοι – να πορευθούν αιμορραγωντας, αφήνοντας σταλαγματιες ανθρωπιάς και συμπόνιας’ μια αγαπητική υπόσχεση στη θλιβερή μας ακοσμια.
Φορείς, φύλακες και ταξιδευτές του Μυστικού στο χρόνο είναι μια σειρά από αλλοκοσμα πλάσματα (φαντάσματα, στοιχειά, σκιάχτρα, ξωτικά) και κάποια εγκόσμια όντα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (απόκληροι, παρίες, στιγματισμένοι, τρελοί, περιθωριακοί). Προσπαθούν να διασώσουν το Μυστικό και να το επικοινωνήσουν με όσους έχουν την ικανότητα να το γνωρίσουν και την επιθυμία (ευαισθησία) να το δεχτούν.
Ιδιαίτερα δε το πλήθος των αλλοκοσμων πλασμάτων επιστρέφει (στα ανθρώπινα), όχι απλά ως διαμαρτυρία έναντι της θνητότητας, αλλά ομολογώντας μια εκκρεμότητα και – εν τέλει – εγκαθιστώντας μια ελπίδα. Η άρνηση τους ν’ αποσυνδεθούν απ’ τον κόσμο και η επιμονή τους να επιστρέφουν, να κρατούν μια επαφή μαζί του, δίνει την αίσθηση της μετοχής αυτού του κόσμου στο εκτός αυτού. Έτσι η πόρτα μένει ανοιχτή και το υπαρκτικο αδιέξοδο υπονομεύεται. Δεν έρχονται απειλητικά, ως φορείς μιας πιστής ή μιας πραγματικότητας που θέλουν είτε να την επιβάλουν είτε να μας την παρουσιάσουν προτρεπτικα, αλλά ως εσαεί αρωγοί μας, βοηθοί, συνοδοιπόροι. Ο κόσμος μας, λοιπόν, μοιάζει να μην είναι μια χαμένη υπόθεση, πάντα κάτι θα εκκρεμεί.


Μπορούμε να στερεώσουμε την υπαρξη μας και τα όνειρα μας στην λεπτή κλωστή αυτής της εκκρεμότητας; Ναι, απαντά ο Παντελής, όχι ελαφρά τη καρδία, αλλά με κόπο και περίσκεψη.

Κώστας Σκούρτης


Ω, αλήθεια σας λέω
προσευχηθείτε για μένα
στον καθένα μπορεί να συμβεί
γιατί ό,τι βρέθηκε είναι τέρμα
κι ό,τι χάθηκε πληγή.

Παντελής Ροδοστόγλου, ΚΑΙ ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ ΚΟΙΤΟΥΣΑΝ ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΑ (Εκδόσεις Κυψέλη)