«Mέχρι που βγήκε το τζάμι του μπάνιου ορθάνοιχτο
τότε με πίστεψαν πραγματικά
στρογγύλεψαν τα μάτια του πατέρα μου
η μάνα μου φώναζε Χριστέ μου

μ' αγκάλιαζε με ξαναγκάλιαζε
κι ύστερα δεν άντεξε
εκείνη πήγε στα χρυσαφικά της
κι εγώ στο φόβο τον οριστικό
τη σάκα μου
τι μ' έπιασε και πήγα;
τι με μαγνήτισε;

πήγα κι αντίκρισα μια σάκα του δημοτικού
απ' τις μακρόστενες με το κοκάλινο χερούλι
την είδα γεμισμένη χώμα μέχρι πάνω

και όπως πάγωσαν τα πόδια μου
φωνή δε μου 'βγαινε
απλά γονάτισα μπροστά της
έπεσα είναι το σωστό αλλά το λέω γονάτισα
γιατί αν μ' έβλεπε κανείς θα έλεγε
κοίτα αυτός γονάτισε μπροστά στον παιδικό του τάφο

η αστυνομία το αποκάλεσε παράξενο
και σήκωσε τα χέρια ψηλά

η γειτόνισσα το είπε μάγια
ψιθυριστά στο μέσα δωμάτιο
κι έκαμε το σταυρό της

εγώ θα το αποκαλέσω ποίηση
κι ας με ακούσουνε οι πάντες»


Ρακάς Σαμσών, Αμπερλουδαχαμίν, Υποκείμενο, 2016