Με την ολοκλήρωση του 4ου Ποιητικού διαγωνισμού U Write, και μετά την ανάρτηση των ποιημάτων που διακρίθηκαν, έχουμε την τιμή να μοιραστούμε μαζί σας κάποια από τα ποιήματα των συμμετεχόντων.


Είναι σημαντικό να τονιστεί πως η δημοσίευση των ποιημάτων γίνεται έπειτα από έγκριση των δημιουργών τους. Ο λόγος που υπάρχει αυτή η ανάρτηση είναι επειδή πιστεύουμε πως ένας λογοτεχνικός διαγωνισμός πρέπει να αποτελέσει προτροπή, ή κίνητρο, για κάποιον να μοιραστεί το έργο κείμενο – ποίημα, αρχικά με την διοργάνωση, και έπειτα με το αναγνωστικό κοινό.

Είναι λοιπόν μεγάλη μας χαρά μα και ταυτοχρόνως ευθύνη, να προβάλουμε τα παρακάτω έργα, και ελπίζουμε πως θα συμβάλετε στην προσπάθειά μας να τα επικοινωνήσουμε σε όσο το δυνατόν περισσότερους αναγνώστες.

Η σειρά με την οποία δημοσιεύονται τα ποιήματα είναι τυχαία. Επίσης τα έργα δημοσιεύονται έτσι όπως μας στάλθηκαν, χωρίς καμία επιμέλεια ή διόρθωση.


ΜΑΛΟΥΔΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ

ΑΣΦΆΛΕΙΑ ΨΥΧΗΣ

Έβγαλα τα γυαλιά μου θέλοντας να ξεκουράσω
τα μάτια μου για να σταματήσω να βλέπω καθαρά.

Όλα θολά σαν την ζωή μου.

Το βλέμμα μου έπεσε στα μυωπικά γυαλιά μου
Τόσο βρώμικα και στραβά,
πόσο κακοποιημένα θα έλεγε κανείς.

Μα όμως στέκουν εκεί γενναία στο πρόσωπό μου
να βοηθούν τα μάτια μου.

Πόσο ωραίο θα ήταν να υπάρχει μια ασφάλεια γυαλιών
και μόλις διαλυθούν ολοσχερώς,
να αποζημιωθούν για τον κόπο τους
άρα να αποζημιωθώ και εγώ

Δάκρυσα.

Ύστερα θυμήθηκα πως η θλίψη μου
για τα γυαλιά ήταν μεγαλύτερη από αυτή
που έχω για την ψυχή μου

Πώς γίνεται να ξεχνώ πόσο πολύ
έχει κακοποιηθεί η ψυχή μου
και δεν ρίχνω ούτε ένα δάκρυ για χάρη της;

Τόσο άπλυτη, πληγωμένη,οριακά νεκρή
(με τα βίας ζωντανή)
στέκει εκεί και υπομένει καρτερικά στις κακουχίες για δικαίωση.

Μα ποια ασφάλεια ψυχής θα βρεθεί να της εξασφαλίσει
όλα αυτά για τα οποία περιμένει;



ΖΩΝΤΑΝΟΙ-ΝΕΚΡΟΙ

Ξαπλωμένος στο κρεβάτι δίπλα σου

Δεν αναπνέεις,δεν με κοιτάς
ένα αδειο σώμα.
Ησυχία..

Εγώ κοντά σου με κλειστά τα μάτια
να νιώθω πιο άψυχος από εσένα.

Εσύ είσαι νεκρός μα εγώ βρίσκομαι
σε πλήρη αποσύνθεση.

Δεν μπορώ να κουνηθώ, να βάλω αέρα
στα πνευμόνια μου,να ονειρευτώ..

Εσύ ‘έφυγες’ μα νιώθω πως ο θάνατός σου
είναι ο δικός μου θάνατος.

Ξαπλωμένο στο κρεβάτι δίπλα σου
ένα πτώμα σε προχωρημένη σήψη.


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΚΚΑΛΗΣ

Για κάποιο φεγγάρι

Θα με ακούσει κανείς να σωπάζω;
Να βυθίζομαι αργά μέσα στο μπλε της λήθης μου;
Εσύ; Θα με δεις ποτέ να χάνομαι εμπρός σου;
Να γίνομαι όλα όσα ποτέ δε γνώρισες;
Δε ξέρω εάν τούτες οι κόκκινες και μενεξεδιές γραμμές είναι τα τσακισμένα μου όνειρα ή ό,τι απέμεινε να με θυμίζει.
Μα είμαι βέβαιος πως στη θέα τους ακούστηκε το πρώτο «Σ’ αγαπώ».

Τίνος σκάρτου Θεού τέχνασμα να γίνομαι η απουσία μου;
Να μαρτυρώ την απελπισία του τέλους μου μέσα σε τόση ομορφιά;
Που είστε όλοι εσείς που με ξοδέψατε με ψεύτικα αγκαλιάσματα;
Που πήγατε το φως μου;
Δε με λυγίζει η μοναξιά, μήτε ο ήχος της θάλασσας που ξεπηδά από μέσα μου σαν κλείνω τα βλέφαρά μου.
Μόνο η σκέψη πως με σπατάλησα χαρίζοντας καλοκαίρια εκεί που έψαχναν χειμώνες.

Και τώρα που φεύγω ποιος θαρρείς θα μείνει ίδιος;
Δε μοιραζόμαστε το Θάνατο όπως τον Έρωτα;
Έλπίζεις πως με το χρόνο θα ξεχάσεις;
Ή μήπως πλανάσαι πως «ξεχνώ» σημαίνει «δεν έζησα»;
Δε με θυμώνει πια η σιωπή, μήτε και σκιάζομαι τούτες τις σκιές που με καταπνίγουν.
Μα τρέμω στην ιδέα πως θα ξυπνήσω σε έναν κόσμο που δε θα υπάρχεις Εσύ.





Φυλακες

Πόσο εύκολα οι φύλακες γίνονται οι φυλακές σου;
Με μία ανάσα μοναχά, με έναν τόνο.
Με ένα «εσύ είσαι όλη μου η ζωή».
Μία αγκαλιά τόσο σφιχτή που τρέμεις μη βγεις από αυτή και καταρρεύσεις σαν εκείνο το κάστρο από άμμο.
Παράξενο πράγμα η αγάπη.
Είναι στιγμές που θαρρείς πως πονάει περισσότερο απ’ όσο γιατρεύει.
Όχι κάθε αγάπη. Εκείνη μόνο.

ΤΟΜΑΣ ΘΕΜΗΣ ΤΣΙΜΕΡΛΗΣ

Εσωτερικά συναισθήματα ευγνωμοσύνης

Αν κλείσεις τα μάτια σου και νιώσεις του χρόνου την ροή,
Θα μπορούσες ομαλά να σκεφτείς ότι ο κόσμος είναι ραμμένος από νήμα? Και να ανασάνεις κομμάτια σαν δώσεις του χώρου την πνοή,
Θα θαρρούσες απαλά, σαν καλείς ότι αυτό είναι φανερωμένο από κίνημα.

Αν μιλήσεις σε κάποια και φτάσεις σε πόθο της, δελεαστική,
Θα την κρατούσες ξεχωριστή να δεις πως είσαι ο μόνος μέσα σε ένα ρήμα? Και να την φιλήσεις μέσα σε χάδια, σαν φράσεις σε όλης της την φωνή,
Να την κοιτούσες δυναμικά, να τραφείς με ότι είναι γραμμένο σε σήμα.

Αν σβήσει τα φώτα και οι κόσμοι μπούν στον δόλο της αφορμής,
Θα τολμούσες αληθινά να δωρίζεις μέσα στον φόβο ένα διήγημα?
Να εναλλάξεις από χάρη σαν σώζεις όλη την Γη,
Θα πετούσες ξανά, να χαρίζεις χαμόγελα μέσα στον πόνο με ένα τίμημα.

Το να ζεις χωρίς μετάνοια και τα λάθη στον βάτο της βοής,
Να μπορούσες ελεύθερα να την εμπλουτίζεις όλος, με ένα εύρημα,
Ότι παρομοιάζεις με αυτάρκεια και να της δίνεις την πέτρα της ζωής, Να την βαστούσες ακλόνητα για να μοιραστείς τον κόσμο με ένα ποίημα.



Υπόγεια ρεύματα

Η απαλή αίσθηση του αέρα που ανεμίζει στην ακρογιαλιά, Σιγανά ψιθυρίζει από την αρχή, ότι ο καθένας μας την ακούει, Σαν αγαθή έκπληξη πατέρα που ατενίζεις την ρεματιά,
Καθώς πηγάζει από μια ορμή, όπως ολοένα και ο παππούλης.

Η Ανατολή διεισδύει στην παρέα με αφηγήσεις κάπως παρορμητικά,
Τρυφερά τρεμοπαίζει σαν σπιθαμή, ότι ονειρεμένα η Μοίρα είναι παντού μόνη, Σαν μυστική κυρία ένδοξη και ωραία προσεγγίζει με αρχοντιά,
Και να μας φωνάζει με μια ροή, όσο προορισμένα όπως ο νους της.

Ότι είναι αφανής και έμμεση, και στολίζει προαιρετικά,
Κρυφά ακονίζει την Ζωή, όπου θα πει μελετημένα ποιανού σόι,
Το παν φιλική και με μιας έτοιμη, με καθορίζει σαν σταλιά,
Μέσα σε ποτάμι παραμένει κρυφή, περιμένει πεπεισμένη ουσιώδεις.

Αναπόσπαστη και εύλογη στην πέτρα και τα δέντρα, μας θυμίζει τα σημερινά, Ξανά δωρίζει με αντοχή, καλπάζει αφοσιωμένα προς την νιότη,
Σαν μικρή ευημερία εύστροφη και βέβαια, συλλογίζεται την φορά,
Που ο άνθρωπος την πλησιάζει με αρετή, όπως εμένα σαν γιό της.

ΧΡΥΣΑ ΠΑΠΑΝΔΡΙΚΟΥ

ΑΓΚΑΘΙ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Καλοκαίρι και Αγάπη,
Φώς και Θάλασσα,
Ήλιος και καπέλα στην άμμο,
Έρωτες και παιχνίδια,
Νέοι και Νέες, στη μοναξιά τους.
Στη μοναξιά της Ζωής τους!

Δίπλα στο κύμα,
Στην απογευματινή αύρα
με πλουμιστά κοχύλια,
στρυφτά και ολοστρόγγυλα,
απ΄ τα βάθη της γαλαζοθάλασσας, στη μοναξιά τους.
Στη μοναξιά του Βυθού τους!

'Ηλιος, Κόκκινος και Κίτρινος,
ίδια και η άμμος,
χρυσίζει δίπλα στην μητρική τους φύση, και η μοναξιά τους
πλανιέται ήσυχα και αθόρυβα,της μοναξιάς μου αραξοβόλι
της λύπης μου, μώλος
της ζωής μου καθρέφτης.

Η νύχτα πλανιέται, σιωπηλή και βασανιστική,
τα πέπλα της σέρνει στα σοκάκια της θάλασσας,
μα να! το λάθος! το αγκάθι να σχίζει τα κύματα,
το κύμα να ταράζει τα υπνωτισμένα μάτια.

Αγκάθι μικρό, χρυσαφένιο, λεπτό
σε μια θάλασσα ανοιχτή,
μοιάζει μαχαίρι διπλό,
δίχως όρια, σε έναν άσπρο γυαλό.

Και εγώ, στη μέση,
βασίλισσα του ευατού μου,
με στέμμα από αγκάθια,
και με υδάτινο θρόνο, μα με καρδιά
απο κόκκινα ρόδα.



ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΖΩΗΣ

Ανατίναξες το βάθρο της αγάπης μου,
με ένα δαδί.
Έκαψες τα φύλλα της καρδιάς μου
με ένα κερί.
Πάγωσες τα χείλη μου τα κόκκινα
με μια κραυγή.
Και τέλος βγήκες Νικητής.

Δεν μπορούσα όμως τα λάθη σου,
και σου ́κλεισα το στόμα με
ένα Αντίο.

Αποφάσισα να φύγω, χωρίς να στο κρύψω
αφού όλα τα ήξερες...
Δεν έπρεπε να με ρωτήσεις!

'Εστριψα στην άκρη του δρόμου
δίχως να σε προσπεράσω,
δίχως να σε αρνηθώ.

Πρόβαλλες μπροστά μου,
σαν έκπληξη, απότομα,
Πόσο Μικρός!

Ήρθες το βράδυ να με βρείς, στον παλιό τον καφενέ,
Μα με βρήκες ζαλισμένη,
τραγουδώντας Αμανέ.

Σου έριξα το βλέμμα κρύο έφυγε ο καιρός για δύο,
μα πού να σε βρώ να σε δώ...

Τώρα ξέρω πώς να ΖΩ!

ΕΛΕΝΗ ΣΕΡΓΙΟΥ

AMOR PRIMA FACIE *

Ένα στόμα όμορφο για φίλημα
σου χαμογελά
και ξαφνικά
ο περίγυρος που μέσα του βρίσκεσαι
μετατρέπεται σε πίνακα ζωγραφικής.

Τα σύννεφα χρωματιστά αστρο-νούφαρα
επιπλέουν στη γαλάζια λίμνη του ουρανού
και θροΐζουν ως χαρούμενα πουλιά που ερωτοτροπούν,
ενώ ο ουρανός γίνεται απίστευτα όμορφος
ελκυστικός και διάφανος
ώστε βλέπεις το πρόσωπο σου μέσα του
γελαστό.
Βλέπεις ένα αληθινό χαμόγελο
για πρώτη φορά.

Γυρίζεις σπίτι
και είναι τόσο φωτεινό
σαν να ανάβουν όλα τα φώτα του
και αν και είναι σούρουπο
εσύ βλέπεις μια χρυσή ηλιόλουστη μέρα.

Σκέφτεσαι τι γιορτή να είναι σήμερα
επειδή θέλεις πολύ να την γιορτάσεις.
Κοιτάς στο ημερολόγιο και βλέπεις
15 Απριλίου 2021, γιορτάζει ο Λεωνίδας.
Ανοίγεις την τηλεόραση
και πέφτεις στο βραδινό δελτίο ειδήσεων.
3.833 νέα κρούσματα από τον κορονοϊό
819 στις ΜΕΘ
104 θάνατοι το τελευταίο 24ωρο.

Απότομη η προσγείωση.
Το χαμόγελο σβήνει.
Το σπίτι σκοτεινιάζει.

Στην καρδιά της νύχτας
ήσυχη σαν πουλί
περιμένοντας την αγάπη να ανατείλει
να αγγίξει τον ουρανό σου
ζωντανεύεις στη μνήμη εκείνο το στόμα
εκείνο το χαμόγελο
για να κοιμηθείς μέσα στο φως
σαν να είναι όλα τα φώτα αναμμένα.

* Love at first sight / Έρωτας με την πρώτη ματιά (Κεραυνοβόλος έρωτας)

[Για τον Μενέλαο Μ.]



ΑΝΤΕΧΕΙΣ ΕΡΩΤΑ;

Εκεί που τελειώνει το σίγμα της δύναμης
που κέρδισες με τις μάχες σου
ενάντια στα κύματα του αλφαβητάριου
της αγάπης που σε αρνήθηκε
αρχίζει το έψιλον της ελευθερίας.
Έτσι πίστευες.
Όμως ήρθε το φι του φόβου
και σου έδειξε πως το έψιλον
δεν ήταν της ελευθερίας, αλλά του έρωτα.

Κοιτάς τον άντρα που έρχεται
που σε πλησιάζει
και βιάζεσαι να απομακρυνθείς
κοιτάζοντας αλλού
κάπου μακριά
κι ας μην υπάρχει κάτι
να σου κρατήσει το βλέμμα.

Φοβάσαι τη θάλασσα κι ας έμαθες κολύμπι.
Φοβάσαι τα κύματα κι ας ήταν ο πόθος της ζωής σου.
Φοβάσαι να ξαναγεννηθείς
κι ας σου παρέχει το πλοίο ασφάλεια
με όλες τις ανέσεις του
κι ας έχει γραμμένο το όνομα σου στα πλευρά του.

Η λέξη έρωτας
και μόνο ως άηχη σκέψη
σε τρέπει σε φυγή.

Το πλοίο έχει προορισμό την Ικαρία
αλλά δεν θα φύγει χωρίς εσένα.
Ο Ίκαρος της έχει άπλετη υπομονή
μέχρι να ξεπεράσεις τους φόβους σου
και ν’ αντέξεις τον έρωτα`
τον έρωτα του.

(Εμπνευσμένο από το βιβλίο: ελεύθερες πτήσεις του ikariamag.gr, Artεις Έρωτα; Εκδόσεις ελεύθερες πτήσεις, 2017.)













Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ

Ένας γλάρος σκαρφαλωμένος στο πιο ψηλό ιστίο
στο Μικρολίμανο του Πειραιά
αγναντεύει την θάλασσα και περιμένει.

Έχει φυλάξει καλά όλα τα δάκρυα χαράς
κάτω από τις φτερούγες του
και την ελπίδα κρατά γερά στο ράμφος του
γιατί περιμένει το καράβι που θα φέρει τον Οδυσσέα
από μέρα σε μέρα
από ώρα σε ώρα
ενάντια σε όλα τα πιστεύω των ανθρώπων.

Ανάμεσα σε θάλασσα και ουρανό
ονειρεύεται τα μάτια του ταξιδευτή
που επιστρέφει στον τόπο της καρδιάς του.

Σχεδόν ακούει τα πρώτα βαριά
κουρασμένα βήματα στο λιμάνι
που η νοσταλγία τα οδήγησε εκεί.
Σχεδόν βλέπει τα σκασμένα του χείλη
από την αρμύρα των ξένων ωκεανών
γεμάτα ερωτηματικά και αγωνία
αν θα τον περιμένει μια ζεστή αγκαλιά
που μέσα της θα λιώσουν όλες οι λέξεις.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ

1.

Ανέσυρα απ τη μνήμη μου νωπές
εικόνες που χωρέσανε
την ίδια τη φυγή τους.
Λέξεις που σκάλισαν μες στις μορφές,
το αίσθημα που έθαψα,
μαζί με τη μορφή τους.
Απόηχοι αφήγησης του μύθου που βαραίνει,
χοή στην ίδια τη ζωή μέσα μαρμαρωμένη.
Άχραντο το μυστήριο που όλα τα σκεπάζει,
κάθε φορά που το κενό,
μέσα μας το αλλάζει.
Κάθε φορά που
δεν χωρούν οι λέξεις στη μορφή τους,
κάθε φορά που
ερχόμαστε και φεύγουμε μαζί τους.



2.

Βρήκαν το μύθο οι ματιές
στον τοίχο επάνω της σκιάς,
το άπιαστο το όνειρο
ζωή τους για να κάνουν.
Μοιρολογίστρες του καημού
πάνω σε άταφους νεκρούς,
τον πόνο τους τον ψεύτικο
απ τα μαλλιά που πιάνουν.
Κι όταν ο χτύπος της καρδιάς
μες τη σπηλιά τους μπαίνει,
ανάμνηση στη μίμηση
δάδα που μπρος τους τρέμει,
λόγος που στην αφήγηση
τον τοίχο τους χωράει,
στο άδειο τους το φώνημα
που όπου πάνε πάει,
τότε ο αθάνατος χρησμός,
τα λόγια θα μασήσει,
και τον χαμένο χρόνο του,
άλλον θα βρει να ζήσει.



3.
Δεν ήρθαν όπως νόμιζε όλα μες στη ζωή του.
Το σπίτι το ζωγραφιστό
δεν άφησε το χρόνο του, ν αγγίξει τη μορφή του.
Μονάχο του το χάϊδευε, επάνω στο χαρτί του,
αφή σ ένα συναίσθημα που έμοιαζε λογική του.
Κι όταν απ την ανάμνηση, άρχισε να βουρκώνει,
το σπίτι πάνω στο χαρτί, πήρε να μεγαλώνει.
Κι εκεί στο δάκρυ, το χαρτί, άφησε τη ματιά του,
τα χρώματα, και τις γραμμές, να ορίζουν τ’ όραμά του.
Μωρό που δεν μεγάλωνε, με τα άλλα για να παίξει,
μόνο του που περίμενε, τον ήλιο για να φέξει.
Ήλιο που άγγιζε δειλά, στο χάρτινο μπαλκόνι,
ζέστη που άρχιζε ξανά, μέσα του να φουντώνει.
Και τότε ω! του θαύματος, ήρθαν οι ζωγραφιές του,
όλες μαζί και χώρεσαν, στις ίδιες τις χαρές του.
Κι όσο ο χώρος τη ματιά, αφήγηση του κάνει,
κι η ζωγραφιά το βίωμα, του ήλιου της στεφάνι,
τόσο δεν καταλάβαινε, στ’ αλήθεια τι συμβαίνει,
αν χώρεσε στη ζωγραφιά, η στο όραμα της μένει.

ΠΙΤΣΟΓΙΑΝΝΗ ΙΩΑΝΝΑ

Ανεκπλήρωτη Αγάπη


Αγάπη πρωτοστόλιστη
Αγάπη μαγεμένη
Γεμάτη ανθούς κι αρώματα
Σε νούφαρο κλεισμένη.
Άνθισε σαν το γιασεμί
Παίρνοντας την ψυχή μου
Δίνοντας νόημα , ζωή στην σκοτεινή μορφή μου.
Δίνεις ανείπωτη χαρά στην άγουρη ζωή μου
που ξεψυχά νωχελικα παίρνοντας την πνοή μου.
Η μυρωδιά, μεθυστική της άδολης αγάπης
κατέκλυζε με χρώματα το πλοίο της αυταπάτης.
Αγάπη πρωτογέννητη και χιλιοειπωμένη
δώσε μου χάδια και φιλιά να αγγίξω τη φωνή σου
που διαπερνά εκκωφαντικά την ταπεινή ζωή μου.
Πάρε τις θύμησες μακρια και φέρε την αχτίδα
να χτίσω πάλι την καρδιά δινοντας την ελπίδα.
Χάραξε το όνομα βαθιά
αγάπη φευγαλέα
γίνε άτρωτη, σοφή και αλλόκοτα μοιραία.
Αγάπη το νέκταρ των θεών που όνειρα μαγεύεις
και μες τη λήθη των θεών τον έρωτα θεριευεις.
....
Όσο και αν προσπάθησα αγάπη να ζητήσω
ποτέ μου δεν κατάφερα το όνειρο να ζήσω



Η σιωπή


Η σιωπή που μας ενώνει, η σιωπή που μας χωρίζει.
Αυτή η σιωπή που άλλοτε χαϊδεύει την ψυχούλα μας σαν θαλασσινή αύρα και άλλοτε γιγαντώνεται και μας χτυπά ανελέητα
φέρνοντας στη μνήμη βασανιστικές εικόνες και ατέρμονες συζητήσεις

Αυτή η ευλογημένη σιωπή που αγκαλιάζει την ύπαρξη μας,
που απομακρύνει τις ενοχές,
που διαλύει την ομίχλη στο ταραγμένο μας μυαλό,
που κατατρέχει τις σκέψεις μας.
Αυτή η μυστηριώδης σιωπή
που βαραίνει συνειδήσεις,
που ξυπνάει τις αισθησεις,
και γεμίζει παραισθήσεις
το απόλυτο κενό.

Αυτή η απρόσμενη σιωπή που κουβαλά μαζί της θαυμαστές εικόνες και πρωτόγνωρες συγκινήσεις στο μέλλον.

Αυτή η πένθιμη σιωπή που συλλογάται το θάνατο
που σέρνει πόνο και δυστυχία που αγγίζει τις σκιές
κάποιας ταραγμένης αλλοτινής εποχής.




Όνειρα


Όνειρα βγαλμένα από παραμύθι
Όνειρα βγαλμένα από τη λήθη
που μου θυμίζουν παράταιρες μορφές
και αέρινες σκιές από το παρελθόν.
Όνειρα καταπιεσμένα
Όνειρα φθαρμένα από το χρόνο
που ψάχνουν μάταια διέξοδο
να βγουν από το χρονοντούλαπο των χαμένων ψυχών.
Όνειρα μεθυσμένα από νέες εμπειρίες
Όνειρα παθιασμένα γεμάτα ενοχές και δίψα για καινούργιες συγκινήσεις που ξυπνάνε τις αισθήσεις
Και αφουγκραζονται την ομορφιά της ζωής.
Όνειρα θερινής νυκτός
Όνειρα δύο ταχυτήτων
που φαντάζουν αέναα στο χρόνο
και ξεσκίζουν την ψυχή σαν άλλες ερινυες στοιχειωνοντας την ύπαρξη μου
και εγώ μάταια παλεύω να αναδυθω από τον κυκεώνα της αδιορατης απειλής
που προσπαθεί να με ρουφήξει
στα καταβαθα της λήθης και της ανυπαρξίας.

ΗΛΙΑΔΟΥ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ

Δύσκολο

Δύσκολο…
πόσο δύσκολο είναι να αγαπάς,
δύσκολο και να μη σε αγαπούν.
Δύσκολα θα σε κρατήσω,
άχρηστη συνήθεια μου τρως τα σωθικά.
Πόσο δύσκολο είναι να αγαπάς
και πόσο εύκολα είναι να σε ξεχνούν.
Αυτοί που αγαπάνε, δεν ξεχνάνε.
Δύσκολο να ξεχάσουν,
δύσκολο και να αγαπηθούν!



Ασάλευτος νούς

Ξυπνάς μέσα στο σκοτάδι,
με τα μάτια σου υγρά.
Ασάλευτη ψυχή...
Τρέχεις μόνος στο μονοπάτι του χάους
ξεμακραίνεις απο τον ίσκιο σου
και η ψυχή σου ξαστοχά.
Ασάλευτος ο νους...
Στέκεσαι παράμερα,
θες να κλάψεις για τα χαμένα όνειρα.
Τα δάκρυα έχουν στερέψει
η καρδιά σου κρύα,
σαν από θάνατο.
Ασάλευτη ματιά...
Προδοσία της ζωής.
Ψεύτικος παράδεισσος.
Ασάλευτη η νύχτα που σε προσμένει
ντυμένη στα μαύρα.
Στην άκρη του δρόμου στέκεται
και σε νικά...




Είμαι εγώ

Δεν ακούω.
Βλέπω.
Υπάρχω, μέσα στις λέξεις.
Ξυπνάω.
Κοιμάμαι.
Φαντάζομαι,το ίδιο σκηνικό.
Κλαίω.
Γελάω.
Σωπαίνω.
Παίζω με τις λέξεις, με τις σκέψεις.
Ζεσταίνομαι.
Κρυώνω.
Παγώνω, το καλοκαίρο αργεί.
Βιώνω.
Απαιτώ.
Τρέχω.
Απομακρύνομαι στο μονοπάτι της ψυχής σου
Ξεγελιέμαι. Μπερδεύομαι.
Μπερδεύω τα μαλλιά μου, τις σκέψεις.
Λύνω.
Δένω.
Θυμώνω με τα λάθη μου.Ονειρεύομαι τα πάθη μου.
Βρίζω.
Ξεσπάω.
Ζαλίζομαι. Ξενερώνω με τον κόσμο μου.
Γλιστράω.
Ζω.
Ντρέπομαι,ψάχνω το φως μου.
Θάβω τις σκέψεις μου. Κρύβω τις λέξεις μου.
Κλέβω την αθωότητα.
Μιζεριάζω.
Ματώνω,κόβω τις φλέβες μου
Πεθαίνω.
Γεννιέμαι.
Σκέφτομαι το τέλος μου και..ηρεμώ!

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΜΙΧΟΛΙΑ

Τα λέμε το βράδυ

Τα όνειρα μου κρέμονται μετέωρα σαν τα αστέρια του ουρανού.
Κάποια είναι πολυκαιρισμένα στο πίσω μέρος του μυαλού.
Άλλα πάλι, έρχονται παροδικά.
Ανάβουν και σβήνουν, όπως το φως στο δωμάτιο σου.

Μα ήρθε χτες το βράδυ ένα όνειρο...
Καινούριο. Φρεσκοπλυμένο.
Ντυμένο με τα καλά του ρούχα.
Ρώτησα κι έμαθα για αυτό.

Ζει κυριώς τα καλοκαίρια.
Το φθινόπωρο εξαφανίζεται
γιατί δεν αντέχει το κρύο που έρχεται.
Γυρίζει στη φωλιά του και κρύβεται.

Μόνο μία φορά, δεν τα κατάφερε.
Καθώς το χαλί του φθινοπώρου απλωνόταν σιγά σιγά,
με φύλλα κίτρινα, καφετιά, πορτοκαλί
δίχως να το καταλάβει, μαγεύτηκε από την ομορφιά.

Είδε τα λουλούδια του αγρού, που αντέχουν το κρύο,
να είναι αυτήν την εποχή ανθισμένα.
Το όνειρο καρφώσε τα μάτια του πάνω τους
και έχασε παντελώς το χρόνο.

Έτσι, το βρήκε ο χειμώνας έξω από τη φωλιά του.
Το κρύο το μεταμόρφωσε σε μια κρυστάλλινη χιονονιφάδα.
Η άνοιξη σε ανθοστόλιστο στεφάνι.
Κι εκείνο παρέμενε στον αγρό με τα μάτια καρφωμένα στα λουλούδια.

Θα ‘θελά πολύ να μάθω τι σκεφτόταν
όσο τα μάτια του λαμπύριζαν από την ομορφιά.
και το προσπερνούσαν οι εποχές.
Μόνο ένας τρόπος υπάρχει.

Πέφτω για ύπνο απόψε.
Μακάρι να το δω.
Να το ρωτήσω.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΒΕΡΙΓΚΑ

ΣΚΕΨΕΙΣ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ

Αψηφώντας
την βεβαιότητα
του πόνου

Σε αναζήτησα

Πάνω στα χείλη
ξέμεινε
μια δειλή σιωπή

Με ξεγέλασα

Βροχή οι σκέψεις
ανατριχιάζουν
το δέρμα

Κύκλοι στο μυαλό
σχηματίζουν
το άπειρο

Να 'ταν ο αέρας ικανός
να διώξει μακριά
όλο μου το σκοτάδι

Να 'ταν ο γαλαξίας
τόσο φωτεινός
να μη φοβάμαι πια

Στο άπειρο
μέσα του γεννιέμαι
και σε συναντώ
από την αρχή.


Μη Φοβάσαι Να Είσαι...


σαν τον αέρα, άπιαστη.
σαν την βροχή, ασταμάτητη.
σαν τον ορίζοντα, ατελείωτη.
σαν τον ήλιο, λαμπερή.
σαν το φεγγάρι, μυστηριώδης.
σαν την γη, προσγειωμένη.
σαν το νερό, απαραίτητη.
σαν τα αστέρια, μαγική.


Όταν σε λυγίζουν, να μη σπας.
Όταν σε εκφοβίζουν, νίκησέ τους.
Όταν σε αγνοούν, γύρισε σελίδα.
Όταν σε αμφισβητούν,
πίστεψε περισσότερο σε σένα.


Θα έρθει ο καιρός
που όλοι θα μπουν στην θέση τους.
Κι εσύ θα είσαι πιο δυνατή κι από ποτέ.

Μη φοβάσαι να είσαι όλα αυτά που θέλεις.
Να είσαι εσύ...!

Τίποτα δεν χάθηκε ακόμα, ακούς;

ΓΙΑΝΝΑ ΙΩΑΝΝΑ ΣΟΦΟΥ

ΏΡΑ ΜΗΔΈΝ


Ώρα μηδέν,
του σκότους φωτεινή ελπίδα.

Ώρα μηδέν,
εκεί που ο πόνος γιατρεύει τα δειλινά
κι η απελπισία λυτρώνει τη ψυχή μας.

Ώρα μηδέν,
του τέλους αρχή για νέα μονοπάτια
και για χαμένα όνειρα του παρελθόντος.

Του Αχιλλέα
αστόχησε τη φτέρνα ο Πάρης...
κι ας έστειλε το βέλος το φαρμακερό
ο Απόλλωνας!
Γιατί η Ελένη ποτέ δεν αγάπησε τον Τρώα κι αδίκως πέταξαν στον Άδη οι ψυχές.
Μήτε οι μνηστήρες
ζύγωσαν ποτέ την Πηνελόπη,
που μάταια για χρόνια καρτερούσε
και το σάβανο του Λαέρτη
είχε σαν αφορμή.

Ώρα μηδέν,
για ένα καλοστημένο παραμύθι,
για Ιθάκες και ιδανικά
που πνίγηκαν στη μάχη.

Ώρα μηδέν,
για ένα σχέδιο που τώρα αρχίζει,
με τον μίτο της Αριάδνης στο χέρι,
χρυσό στεφάνι στο κεφάλι της,
απ’ του Ήφαιστου τα χέρια.

Ώρα μηδέν,
όπου η λύπη της Πηνελόπης έγινε χαρά
κι η Αριάδνη, η θνητή σύζυγος,
αθάνατη στον Όλυμπο.

Αφού τα βέλη του Οδυσσέα
τον Αντίνοο κι Αγέλαο έχουν σκοτώσει
και τον Μινώταυρο
ο Θησέας κατάφερε να ξεγελάσει.

Ώρα μηδέν,
εκεί που όλα τελειώνουν....
κι αρχίζουν άλλα........!






ΥΠΟΣΧΕΣΗ

Υπόσχεση έδωσε η στιγμή στο "πάντα"
που με δέσμευση την πίεσε
να κρατήσει για πάντα...
ό, τι με πάθος γεννήθηκε σε μια στιγμή.

Φθαρμένο, παρατημένο το "πάντα",
νικήθηκε απ’ τη στιγμή
Χωρίς αναβολή και αύριο,
συνάντηση προσφοράς χωρίς ζήτηση
η στιγμή...
Που χωρίς αυτήν...
το "πάντα" χαλάει και χάνεται...

Για πάντα...
Εραστές της στιγμής...
ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ

Στην κατρακύλα του ονείρου παραπάτησα
περασμένα μεσάνυχτα,
παρέα με τα νυχτοπούλια
στον κτύπο τον βουβό του ρολογιού,
κρότο εκκωφαντικό
στην ψευδαίσθηση των ημερών,
για μια σταγόνα Άνοιξη.

Μετρώ επτά μπουμπούκια κουρελιασμένα,
όσοι και οι μήνες που σε άγγιζα.
Γραφίδες κλειδωμένες σε σιδερένια κάγκελα
τα σχέδια μας,
κλειδαμπαρωμένα στο Tρίγωνο της καταστροφής.

Αγναντεύω το πέλαγος των δακρύων,
που την αναβροχιά των ματιών μου
ζήλεψε η φανταστική παράσταση του μυαλού μου,
με πρόφαση του κίονα.. τους σπονδύλους.

Του ηφαιστείου τον κρατήρα μάχομαι να σβήσω
και με σαφήνεια αναλλοίωτη
το κάλλος της φλόγας να κρατήσω,
στο βλέμμα το χαμηλό,
που σαν στοιχειό
με δύναμη
πάντοτε επιβιώνει....

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΛΑΦΑΤΗ

Το χρονικό μιας γυναικοκτονίας

Έγινε δίχτυ η αγκαλιά με ηλεκτροφόρο σύρμα
Πότε το χάδι σου γροθιά οι λέξεις σου μαχαίρια
Πότε το σπίτι φυλακή που έχει φωλιάσει ο φόβος
Πότε το γέλιο δάκρυα κι ο έρωτας βιασμός

Εγκλωβισμένη και μικρή τη νύχτα περιμένω
Να δω όνειρα απατηλά μα πάλι εφιάλτες βλέπω
Είναι το βλέμμα σου αιχμηρό και πώς να του ξεφύγω
Το χρόνο αντίστροφα μετρώ, το τέλος μου αναμένω

Να φύγω πάλι σκέφτομαι, δεν ξέρω πού να πάω
Φίλους παλιούς δεν κράτησα, είχες διαλέξει εσένα
Στην τσέπη ούτε ένα ευρώ, τι να το κάνω μου είπες
Και τώρα από την κόλαση μου δεν μπορώ να φύγω

Σκουπίδι νιώθω όπως συχνά με αποκαλείς τα βράδια
Χαμένη και αβοήθητη στη δίνη του θανάτου
Ματώνει η ψυχή μα λέω αντέχω λίγο ακόμα
Λέω σαν θα έρθει από τη δουλειά θα είναι καλός σαν πρώτα

Μαμά, κλείσε τα μάτια κι άκου την κραυγή μου
Μαμά, πάρε με από δω, θέλω να έρθω σπίτι
Μαμά, εσύ με αγαπάς; Πάρε με αγκαλιά
Μαμά, είμαι καλό παιδί; Πάρε με από το χέρι
Μαμά!
Μαμά...





Δική μου

Κάθε μέρα που ξυπνάω
Στον εαυτό μου δεν χωράω
Βαθιά ψάχνω στο μυαλό μου
Να γνωρίσω το είδωλο μου

Τρέχω να προλάβω πάλι
Όνειρα που χτίσαν άλλοι
Άνθρωποι αγαπημένοι
Κι άλλοι αόριστοι και ξένοι

Φταίνε όντως όλοι εκείνοι
για του εγώ την μαύρη δίνη;
Μήπως τα γλυκά δεσμά μου
Είναι δημιούργημα μου;

Για να τρέφω τον λυγμό μου
Να ξεχνάω τον εχθρό μου
Τον φόβο κείνο, τον αλήτη
Πως πάντα είμαι ό,τι λείπει

Τώρα σπάω τα δεσμά μου
Με οδηγό τα δάκρυα μου
Με πυξίδα την αλήθεια
Μακριά από τη συνήθεια

Το χαμόγελο φοράω
Σας αγαπώ, μα προχωράω
Έξω από τη φυλακή μου
Είμαι τώρα πια δική μου





Στα μονοπάτια του κορμιού σου

Με τη ματιά μου τρέχω πάλι
Στις πεδιάδες του κορμιού σου
Που το διασχίζουνε ρυάκια
Φτιαγμένα από ζωή και δάκρυα
Και καταλήγουν σε μια χλόη
Σε μεταξένια σιτηρά

Το απαλό μου χάδι πάλι
Τον πλούτο σου αναζητάει
Το ανάγλυφο του σώματος σου
Με αγάπη τώρα ψηλαφίζει
Θυμίζει κάτι από Σελήνη
Και μυρωδάτο πορτοκάλι

Τα χείλη λίγο ξαποσταίνω
Στο μέτωπο το κεντητό
Με τα αστέρια του ουρανού μας
Της άμμου τα χρυσά παιδιά
Το αγαπώ το πρόσωπο σου
Είναι ο κόσμος σε σταλιά

Πόσο ποθώ να σε κρατάω
Να αγγίζω κάθε σπιθαμή
Την διψασμένη αγκαλιά μου
Να πλημμυρίζεις σαν βροχή
Βερίκοκο ώριμο, βελούδο
Με τους χυμούς σου με μεθάς

ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΚΑΚΑΡΑΝΤΖΑ

αρχή διατήρησης ενέργειας


Ταλαιπωρημένη πέφτω χάμω, στο ξεραμένο χώμα. Το εισπνέω σαν οξυγόνο.
Ένα δέντρο βλέπω μόνο να έχει απομείνει, λαχταρά να μείνουμε μαζί,
προς το μέρος μου απλώνει τις ρίζες με βίαιη Στοργή.
Επιμένει όμως να μιλάει ενώ απαίτησα σιωπή. Σκέφτομαι.
Αποδέχομαι ξανά την ανάγκη του στοχασμού βήμα - βήμα.
Κρατώντας σφιχτά με δυναμη ένα γρανάζι που αγόρασα πριν μιά δεκαετία.
Σημαντικών γεγονότων υπενθύμισης φυλαχτό.
Δύο σκέψεις φιλοσοφώ.
Έχει αρετές η εμμονή. Επιλέγω έναν αιώνιο χωρισμό παρά μια αβέβαιη φιλία.
Με κατηγόρησαν, οι Αναιδείς, για δειλία, ενώ αγνοούν το Κενό μέσα μου.
Δεν νιώθω θεά, ούτε σε κατάσταση θέωσης. Λατρεύω μόνο την Ιστορία,
με προσγειώνει στην πραγματικότητα, καλή ώρα όπως αυτή η οβίδα.
Μαράθηκε, το δύστυχο, διαγιγνώσκω Μοναξιά.
Εγώ έχω αφυδατωθεί πλήρως αλλά αντέχω ακόμα μιά στερνή αγκαλιά.
Είναι γλυκός σήμερα ο φόβος.
«Εσύ και η Τύχη, μήνα του μέλιτος, Ζήτω ο Ρομαντισμός!»
Με σεβασμό αλλά με ύφος αυστηρό, προσπαθεί να αγγίξει
την ψυχή Μου, το Ύψιστο όν. Συνθλίβω με οργή την Ζυγαριά. Επιτέλους, νιώθω χαρά.
Με άφησε, αιωνίως, να σαπίζω ενώπιον του συμβατικά πυρηνικού μακελειού.
Αυτός άλλωστε είναι ο Παράδεισός μου. Σε ευχαριστώ.
Ίσως όμως έχουν δίκιο οι Αναιδείς.
Συνειδητοποιώ στην μιζέρια, συναισθηματικά ανώριμη, εθισμένη.
Μ-Μα την Δολοφόνησαν την Δικαιοσύνη... και το τίμημα;
Γενεές γενεών λαών Αναισθησίας, να αυτοκαταστρέφονται, κυρίως σε περιόδους ειρήνης.
Τι ποθεί η Ύπαρξη για να αντέξει ένα τέτοιο προπατορικό αμάρτημα; Το Θράσος των Αναιδών;
Αμφιβάλλω.

ΘΕΑΝΟ ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΚΑΖΙΑΝΗ

Ζωντάνεψες ξανά

Νόμιζα πως ηττήθηκες από την λησμονιά, έτσι με έμαθαν, έτσι μου είπαν

Νόμιζα πως η μορφή σου δεν θα φανερωθεί ξανά παρά μόνο στα ξεθωριασμένα μου όνειρα,

έτσι πίστευα πως συμβαίνει στα αληθινά

Νόμιζα πως νέα ώτα δεν θα σε ακούσουν ξανά, πως κανείς δεν θα ακούσει τους μύθους που

φέρνουν οι θαλασσοπόροι, μύθοι που μυρίζουν αλμύρα και βουίζουν αγέρι

Νόμιζα πως δεν θα επιστρέψεις σε λιμάνια του Ρότερνταμ, σε κτήρια που στέγαζαν μυθικές

μορφές σαν και την δική σου, εκεί που οι άνθρωποι ξεφάντωναν ως το πρωί και η μουσική είχε το

ηχόχρωμα όλων των θαμώνων
Νόμιζα πως δεν θα μυρίσεις ξανα ζεστό φαγητό, σπιτικό αυτό που τόσο λαχταρούσε η ψυχή σου

Νόμιζα πως η εικόνα σου δεν θα κοσμήσει ξανα κανέναν τοίχο παρά μόνο το ψυχρό μάρμαρο που μέσα του κατοικείς

Πατέρα μου σου φέρνω νέα χαρμόσυνα πως σήμερα ζωντάνεψες ακόμη μια φορά
μόνο που ήταν στα αληθινά

Και πλέον θα είμαι ήσυχη ξέροντας ότι σε δημιουργώ ξανα μέσα από έργα ανυψωτικά





Το βλέμμα ενός περαστικού

Πόση αγάπη να χωρέσει στο βλέμμα ενός περαστικού;

Εκεί εναπόθεσα τις προσδοκίες μου να λαβώ όλη την χαμένη ζεστασιά

Ένα περαστικό διαπεραστικό βλέμμα και ένα μειδίαμα αρκούν για να πιστέψω πως αγαπήθηκα ξανα

Το ξένο βλέμμα μου προκαλεί χαρά σαν δω πως μέσα του αντανακλάται μια καινούργια μαμά

Πώς είναι δυνατόν να μην αγαπηθώ ξανά αφού σε κάθε διάβα μου καραδοκεί μια ζεστή ματιά

Λίγα βήματα μπορούν να με οδηγήσουν σε μια τυχαία ανάμνηση που εχω κρύψει για τα καλά

Η ανάμνηση πως κάποτε αγαπήθηκα αναίτια και τυχαία

Έτσι και τώρα βιώνω το αναίτιο βλέμμα σαν εκείνη την αγάπη που μου δόθηκε ζεστά

Όταν εκείνο το πρωταρχικό βλέμμα σβήσει θα έρθουν άλλα που απλόχερα θα μου χαρίσουν το ίδιο βίωμα ξανά



Φεύγεις Φεύγω ;

Θα φύγει η μαμά θα φύγω και εγώ..

Θα φύγει η γιαγιά θα φύγω και εγώ..

Θα φύγει η αδερφή θα φύγω και εγώ..

Έφυγε ο μπαμπάς, έφυγα εγώ;

Έφυγε ο παππούς, έφυγα εγώ;

Φεύγει ένας φίλος, φεύγω και εγώ;

Και όταν φύγουν που πηγαίνω;

Και όταν έφυγαν έπαψα να είμαι εδώ;

Τι πάει να πει μένω;

Τι πάει να πει φεύγω;

Τι πάει να πει συνέχεια;

Συνέχω;

Συν και έχω, συνέχεια

Υπάρχει άραγε αυτό;

Και αν ναι πως επιτυγχάνεται;

Εγώ που έχω δεν είμαι εγώ μόνο είναι πολλοί;

Πόσοι άραγε χωρούν στο έχω μου στο έχω σου;

Πώς θα κάνω το έχω συνέχω και μετά από το φεύγεις;

ΑΝΝΑ ΜΠΟΥΓΙΑ

Το φτερωτό μαχαίρι 

Bούλιαξες μέσα μου σαν πλοίο
Μα ξέρεις δεν σου έφερα εγώ την καταιγίδα
Κάθε κομμάτι από το σκαρί σου μια παγίδα
Άρπαξα μια σανίδα να σωθώ
Πνίγομαι σου φώναζα
Άρπαξες το κορμί μου και το πέταξες στα βράχια
Η σωτηρία σου
Μου απάντησες
Πάρε μια γεύση από αλμύρα
Το σώμα μου αιώνιο μες στα κύματα
Οι γλάροι χορεύουν στον ουρανό
Εσύ σαν σκουριασμένη άγκυρα
Κόβεις τον ήλιο με φτερωτό μαχαίρι
Τώρα οι γλάροι κρύφτηκαν στα βράχια
Κοιτούν με δέος
Σώμα σε ουράνιο χορό



Ο τρύγος

Ο ήχος του φιλιού σου θυμίζει καλοκαίρι

Χίλια τζιτζίκια χορεύουν στην καρδιά μου

Μια σταγόνα αλμυρά να μου χάριζες

Θα κρέμαγα σταφύλια στον ουρανό

Μάζεψα τα χρώματα του γυαλιού

Και σου έφτιαξα ένα ηλιοβασίλεμα από στάχυα

Χρυσό , να λαμπυρίζει όπως το γέλιο σου

Το καλοκαίρι ήρθε

Ήρθες κι εσύ

Σαν τρύγος
Σαν γιορτή






Θυμωμένο παιδί

Θυμωμένο παιδί η ποίηση
Αν δεν πέσει
Αν δεν ματώσει
Δεν γράφονται τα μαλαματένια λόγια
Δεν φυτρώνουν στίχοι στην πένα
Κλαίει σαν δεν βρίσκει τη ρίμα
Πεισμώνει η λέξη σε κάθε στίχο
Μα ποιος τα παίρνει τα παιδιά στα σοβαρά;
Θυμωμένο παιδί η ποίηση
Ρίχνει το σπόρο
Κι ας χάνει πότε πότε τη σοδειά

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Θ ρυλος για ολόκληρες γενιές
Από τη γέννηση σου
Μας χάρισες χρυσές στιγμές
Απ ολη τη ζωή σου.
Ε ιδες το Ελληνικό το φως
Στ όμορφο Ραμοβούνι
Και έγινες οπλαρχηγος
Μ ένα απλό…μπαστουνι..
Ο λες οι μάχες οι γνωστές
Τότε του είκοσι ένα
Ήσαν για σε μάχες απλές
Χωρίς θυμα κανένα.
Δ ωρο Θεού η προσφορά
Σαν μέγιστος Στραταρχης
Στη Ρουμελη και το Μοριά
Και στα πεδία μάχης.
Ο λος ο Τουρκικός στρατός
Κι αν ταβαλε μαζι σου
Νικήθηκε ολοσχερώς
Από τη δύναμη σου.
Ρ όμη και σθένος και μυαλό
Τα όπλα σου κυρίως
Σκορπίζαν σ όλους θαυμασμό
Κι υπακοή ομοίως.
Ο πως παλιά κι ο Ηρακλής,
Ορμουσες στους πσσαδες
Και στους Αχμέτ και Κιουταχι
Και άλλους Τουρκαλαδες.
Σ αστισε και ο Ιμπραημ
Στη μάχη στη Τραμπαλα
Όπου ενδομυχα αφεριμ
Σκεφτόταν μέσα στ άλλα.
Κ ι αν σ έβαλαν και φυλακή
Εκει στο Παλαμιδι
Για έξη μήνες, το γιατί
Σου έκαιγε τα χείλη.
Ο μως οι δύο δικαστές
Οι ήρωες της δικης
Αρνήθηκαν να πούνε ναι
Σ άδικη καταδίκη.
Λ αμπρη η στάση δικαστών
Που γράψαν ιστορία
Με τον ορθον συλλογισμό
Τη στάση την ανδρεία.
Ο πότε μέσα σ όλα αυτά
Σου δόθηκε και χάρη
Κι αντί για θάνατου θηλιά
Δέχθηκες άλλα…βάρη..
Κ αμινι γίνεται η καρδιά
Και κλαις απ το καημό σου
Όταν μαθαίνεις για Σχινά
Και γι αλλονε δικό σου.
Ο ταν μαθαίνεις για δικούς
Γι άλλοτε παλληκάρια
Κολετη, κι άλλους μερικούς
Που είχαν πάρει φτιαρια.
Τ απεινωσς όμως πολλούς
Με την απολογία
Και έκανες παλιούς εχθρούς
Να νιώσουν αγωνία.

Ρ απισμα πήρε δυνατό
Κι ο Εισαγγελευ της έδρας
Ο Μέισον, φιλοβαυαρος
…διάτοντας αστέρας.
Ω δη λοιπόν στη δικη αυτή
Αυτό το μικροποίμα
Για να θυμόμαστε αισαει
Το πιο μεγάλο θύμα.
Ν εοι και νέες μας, παιδιά
Να μάθετε ιστορία
Από τον γερο του Μοριά
Κι όλη του την ανδρεία
Η ρωϊκες τέτοιες μορφές
Για πάντα να θυμάστε
Θα ξαναβγεί γέρος Μοριά
Κάποτε κάποιο δειλι..



Ε Ι Ρ Η Ν Η

Λέξη ιερή, δυσβασταχτη
για ώμους των ‘’μεγάλων ‘’,
που κυβερνούν όλη τη γη
εν μέσω συμπληγαδων.

Λέξη ιερή που τη ποθουν
σ όλη την οικουμένη,
λαοί απλοί και φτωχικοι
μα με υπεδαφη … τρεντυ..

Είθε να δώσει ο Θεός
και πάλι να ανθίσει
ειρήνη, αγάπη, λευτεριά
σ ολόκληρη τη φύση.




Α τέλειωτα τα θέλω σου
και δικαιολογημενα,
αφου όλα τα όνειρα
στα χουν κατεδτραμενα.

Φ ριχτός ο πόνος σου, βαρύς
κάνεις τα μάτια όλων,
των μέσων άνθρωπων της γης
να κλαίνε από τον πόνο.
Ρ ωτάνε τα μικρά παιδιά
γιατι δεν έχουν γάλα,
γιατι τροφή, γιατί νερά,
δεν είναι όπως τ’άλλα.
Ι σως απάντηση καμμιά
σωστή να μην υπάρχει,
ή μήπως μια θολή ματιά
και κάποιο μικροδακρυ.
Κ άπου σ’αυτό το αχανές
απειρο του πλανήτη,
κάποτε κάποιες μηχανές
να πάρουνε τη λύπη.
Η απληστιά των ‘’δυνατών ‘’
ν’ακουσουν τη καρδιά τους
για μια φορά ει δυνατόν
ν’αφησουν τα όνειρα τους.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΟΤΟΥΡΙΔΗΣ

Η σκουριασμένη πρόκα

Πέρασε μέσα απ' τη ζωή μου σαν αέρας...
Μια οπτασία που την καίει το φως της μέρας!
...Μα μία πρόκα στο κρεββάτι όταν γυρίσω,
νομίζω με πιέζει να ξυπνήσω.

Τη γη παγώνω, μες τον ύπνο, και το χρόνο...
να μη με βρει ποτέ ξανά η μέρα μόνο
μα εκείνη η πρόκα με τσιμπάει όταν γυρίσω
κι ας σφίγγω μάτια, χέρια, δόντια μην ξυπνήσω

Τώρα πια, τα παραμύθια πάνε...
Στον κόσμο μου οπτασίες δεν πετάνε!
κι όλο γυρνάω στα σεντόνια.. ψάχνω κάτι...
που 'ναι μια πρόκα όταν είσαι στην ανάγκη;


Γεροντοέρωτας

Γέρασα πριν την ώρα μου, φίλε…
Έρωτας ήταν σαν χθες.
Τώρα μονάχα πόνοι στις αρθρώσεις
κι οι αγκαλιές συγκαταβατικές

Γέρασα κι ας μην έχω κλείσει τα σαράντα
κι όμως τα νιάτα μου μου φαίνονται σαν χθες.
Έρωτας πια τα γιούλια στο μπαλκόνι
κι οι Κυριακές.


20130107_@

Έσβησαν τα φώτα στο άδειο μου δωμάτιο
και μόνο η πόρτα ακούστηκε να κλείνει…
Ήταν μονάχα ένα αστείο που ξεχάστηκε
κι ένα όνειρο που τέλειωσε και σβήνει.

Τρέχει απ’ τους τοίχους τώρα η μιζέρια μου
κι η μοναξιά ιστούς στις πόρτες πλέκει.
Ποιο σώμα τώρα θα χαϊδεύουνε τα χέρια μου
και ποιος τα χείλη του στα χείλη μου θα μπλέκει;

Κάθε μου βήμα νιώθω πιο βαρύ
που δεν θα έχω πια ένα χέρι να κρατήσω,
αυτό το χέρι το άσπρο το μακρύ
το χέρι που με άφησες ν’ αφήσω.


ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΤΟΜΤΣΗ

Αλλαγή πορείας ζωής

Κοιτώ την αυγή.
Σε μια στιγμή
όλα κρέμονται
σαν από μια κλωστή....

Κοιτώ το πρωί.
Με μια άδεια ψυχή
Άλλη μια μέρα βουβή
Είναι η αλλαγή πορείας ζωής

Είναι αυτή...
Τρομακτική, καθορισμένη
Είναι άραγε προδιαγεγραμμένη?
Αλλαγή πορείας ζωής…
Νιώθω τόσο μικρή, τόσο αδύναμη
μα και δυνατή.

Είναι η δική μου πορεία ζωής.
Πέρα από μένα, μα τόσο για μένα.
Πέρα απ' τα θέλω, μα μ' ένα αντέχω.
Φοβάμαι τα πάντα, τα βλέπω κομμάτια.
Σπασμένα κομμάτια. Θέλω να φύγω.
Να τρέχω να κλαίω, να ψάχνω να μείνω.

Πέρα από μένα, η μοίρα η ίδια;
Η τύχη, η λύπη, η τύχη, το μέλλον.
Κι άδικα τώρα εγώ επιμένω
να πιάνω στα χέρια το μέλλον που φεύγει.
Μένω απέξω κι αυτό δραπετεύει.
Το πιάνω, φωνάζω, μα αυτό δεν ακούει.
Παλεύω και μένω μόνη με μένα.

Αντιμέτωπη με όλο το είναι.
Κι αυτό ορθώνει και λέει
«Αλλαγή πορείας ζωής».

Κι ας μην το νιώθει. Κι ας μην το θέλει.
Κι ας μην το λέει, αλλά πρέπει να γίνει.
Το ορίζει η μοίρα ή κάτι άλλο?
Είναι ένα λάθος ή κάτι μεγάλο?

Αλλαγή η πορεία. Πονάει και καίει.
Τα βήματα γέρνουν το σώμα, το σώμα που σφίγγει.
Οι χτύποι κινούν την καρδιά, την καρδιά που ασθμαίνει.
Και τώρα σηκώσου, ήρθε η ώρα να κάνεις
αυτό που δεν πρέπει. Ή άραγε πρέπει?
Αλλαγή πορείας ζωής.

ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΚΑΝΑΚΗΣ

Σμύρνη μου

Σ’ ένα μάρμαρο, την απαλάμη μου ακουμπάω,
των αδερφών τη γλώσσα ακούω τη χαραγμένη,
μες στην ψυχή φωτιά και στάχτη κουβαλάω,
με βλέμμα ογρό στην Ιωνία την ξακουσμένη!

Μέσα μου άνεμος αψύς, σφυρά, φυσομανάει,
χάθηκα μες στα ουρλιαχτά και μέσα στα ντουμάνια,
στο σπίτι μας το γονικό, το βήμα μου με πάει,
κοιτάω να δω του κήπου μας, τα ολάνθιστα γεράνια.

Της προσφυγιάς η μαχαιριά το στήθος μου τρυπάει,
ένα γιατί, σαν σίδερο, τα σωθικά μου σκάβει,
στο χώμα το προγονικό το δάκρυ μου κυλάει,
ψάχνει νερό του πηγαδιού, η καρδιά, να μεταλάβει.

Σμύρνη μου, Εσύ, της Μικρασίας μαργαριτάρι,
της ρίζας μου ακολουθώ τ’ Άγιο απομεινάρι!

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΓΚΟΥΤΖΙΚΑ

Απώλεια

Καλημέρα.
Πέρασα και σου άφησα πρωινό.
Ελπίζω να ξύπνησες πριν κρυώσει ο καφές σου.

Καλημέρα.
Τα λουλούδια τα πρόλαβα λίγο πριν ξεραθούν.
Γέμισε το μπαλκόνι βρώμικα νερά.

Καλημέρα.
Το ψυγείο σου ήταν γεμάτο με ληγμένα τρόφιμα.
Τόση μεγάλη σπατάλη για τόσο λίγη ζωή!

Καλημέρα.
Τα ρούχα σου όσες φορές κι αν τα πλύνω,
Η μυρωδιά σου μένει,
Τρυπώνει στα πιο κρυφά συστατικά του κόσμου,
Τον διαλύει εκ των έσω
Μου τον επιστρέφει ξένο και αφιλόξενο.

ΕΛΕΝΗ – ΑΜΑΡΑΝΤΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

Το πράσινο φουστάνι

Τα παράθυρα στο λεωφορείο ήταν πάντα ανοιχτά,
η ζέστη θόλωνε κάθε σκέψη του στον πνιγηρό αέρα.
Και ξαφνικά αντίκρισε μιαν ανάσα δροσιάς.
Το καταπράσινο φουστάνι της, ένα λιβάδι από κρίνα,
χόρευε γύρω από την μέση της σαν μεταξένια αγκαλιά.
Με νευρικά νεύματα και μισόκλειστα χαμόγελα προσπαθούσε να την συναντήσει.
Μα το πρόσωπό της σκυφτό κρυβόταν από ξέπλεκα στάχυα,
στραμμένο προς την άβυσσο με τα δικά του παράθυρα κλειστά.
Υψωμένα σαν τείχη από αδιαπέραστο γυαλί
κρατούν αιχμάλωτο το βλέμμα της σ’εκείνο το γαλάζιο φως
και δεν το αφήνουν ανέμελο να ταξιδέψει.
Στην επόμενη στάση θα πρέπει να κατέβει έχοντας μόνο την ανάμνηση
από εκείνο το απαλό λίκνισμα του φορέματός της.
Γιατί πώς να πλησιάσεις έναν έρωτα, εάν δεν έχουν χαιρετηθεί πρώτα τα μάτια;




Το άγαλμα

Ένα καλοκαιρινό απόγευμα συζητούσαμε για ώρες,
συντροφιά αναζητούσα σε μια από τις γνωστές μου Κόρες.

Ο πέπλος της τρεχούμενος καταρράκτης από σπασμένο λευκό
ξεχείλιζε από σχέδια σε χρώμα κυανό.
Τα μαλλιά φιδογύριζαν σαν χρυσοκόκκινες κορδέλες,
έπλεκαν γύρω από τα βλέφαρα στεφάνια από γαρδένιες.
Ο ίσκιος της, ένα ζωντανό χαμόγελο,
σε φύλαγε από τον ήλιο τον απόμερο.

Στο τέλος μοιάζουν πολύ μεταξύ τους οι Κόρες,
ακόμη και αν σε κάθε βλέμμα καθρεφτίζονται διαφορετικές εικόνες.
Έχουν αέρινη μορφή σαν οφθαλμαπάτη,
ξεφεύγουν και περπατούν σε άλλο μονοπάτι.
Το μειδίαμά τους διαγράφεται στον χρόνο σταθερό,
μα αφήνει στην ψυχή μια επίγευση από πηλό.

Τυλιγμένες σε ένα πέπλο μυστικών χρησμών
σιγοτραγουδούν στην μελωδία ατέρμονων σκοπών.
Στην σκέψη θα μείνει ένας ήχος με ιδιαίτερη χροιά,
που την ζωγραφίζει μόνη της κάθε καρδιά.
Γιατί τα μαρμάρινα χάδια είναι τραχιά και έχουν πέρασμα ψυχρό.
Η πέτρα αποπνέει σκόνη με μυρωδιά σαν γκριζογάλανο καπνό.

Σε εκείνο το πολύβουο καφέ δίπλα στην θάλασσα
είχα περάσει το απόγευμα μιλώντας με ένα άγαλμα.

Σε επόμενη δημοσίευση θα αναρτηθούν και άλλα έργα!