«Όταν ήμουνα στο ψυχιατρείο, μού συνέβη κάτι που ίσως δεν φαίνεται φοβερό, αλλά που με πλήγωσε όσο λίγα πράγματα στη ζωή μου.

Όταν πρωτομπήκα είχα δικαίωμα να βγαίνω στον κήπο μόνο ένα τέταρτο. Γιατί έπαιρνα πολλά φάρμακα και δεν μπορούσα να στέκομαι πολλή ώρα.

Όλη την ημέρα περίμενα αυτό το τέταρτο για να πάρω λίγο αέρα. Μ’ έβγαζε πάντα μια νοσοκόμα και καθόμασταν. Μια μέρα βγαίνουμε και μετά από τρία λεπτά μου λέει “Γυρίζουμε”. Της λέω “Πώς γυρίζουμε αφού δεν έχουμε κάτσει ένα τέταρτo;”

Και ξέρεις τί μου είπε: “Ποιος θα σε πιστέψει εσένα, πουλάκι μου; Εσένα ή εμένα, ότι κάτσαμε ένα τέταρτο;”

Δεν θα ξεχάσω ποτέ το “πουλάκι μου”. Ποιος θα σε πιστέψει, εσένα ή εμένα θα πιστέψουν;

Πέρασα πολλά εκεί, Φωτεινή. Αυτή όμως η φράση μου έμεινε. Αισθάνθηκα πραγματικά ότι ήμουν τρελή ή ότι τρελαινόμουν.

Όλη η ψυχιατρική είναι πράξη σχέσης αρρώστου με τους ανθρώπους που είναι καλά. Με τα τέρατα, τι να πω;

Φ.: Ύψωσε το δάχτυλο και σου υπέδειξε ποια είσαι: “Είσαι αυτή που δε θα σε πιστέψουν”.

Μ.: Δηλαδή τρελή.

Φ.: Σου υπέδειξε την ταυτότητά σου. Μια ελλειματική ταυτότητα.

Μ.: Και μ’ ένα μίσος στη φωνή, μια περιφρόνηση […]

Φ.: Σε μια ηλικία που αναρωτιέσαι ποιος είσαι, έρχεται κάποιος και σου λέει “Είσαι αυτός”. Και σε στριμώχνει για να χωρέσεις μέσα σ’ αυτή τη δήλωση. Και σε φυλακίζει μέσα σ’ αυτή την απόφανση. […] Το ίδιο πήγε να κάνει και η νοσοκόμα στο ψυχιατρείο. Να σε φυλακίσει σε μια ταυτότητα.»

Μαργαρίτα Καραπάνου • Φωτεινή Τσαλίκογλου | Μήπως; (Ποιος θα σε πιστέψει εσένα, πουλάκι μου;) | εκδόσεις Καστανιώτη