Ο κανόνας είναι να μην υπάρχει απαρεσκότερο πράγμα από την περιαυτολογία ενός ανθρώπου.
Σε αυτόν τον κανόνα εγώ θα προσθέσω δωδά: εξαιρουμένης της περιπτώσεως αμύνης.
Έτσι, θα περιαυτολογήσω αμυνόμενος ενάντια στην επίθεση της δόξας που βάλθηκε σώνει και καλά να μου στεφανώσει το κεφάλι και να με κάνει ΜΕΓΑΝ και Σοφό, δηλαδή επικίνδυνο για τους άλλους.
Όμως, εμένα που με βλέπετε, έχω κάμει πολύ πιό αξιώτερα πράγματα για τα οποία καυχιέμαι και σεμνύνομαι - τα μόνα που θα παρουσιάσω μπρος στον Κύριο για να με δεχτεί στο Αρχοντικό του. Τους στέφανους Δόξας θα τους πετάξει με τις κλωτσιές όξω από την πόρτα ο θυρωρός και κλειδοκράτοράς του Άγιος Πέτρος.
- Τι έκαμες μπάρμπα-Γιάννη; θα μου πείτε.
Τι έκαμα; ... Περπάτησα, τραγούδησα και χάρηκα την πάσα μου χαρά και πάσα λύπη. Έπινα δίψινα νερό κι έβλεπα βλέπινα τον κόσμο... Γέλασα κι έκλαψα. Όποιον δεν γνοιαζόμαν, τον άφηνα ήσυχον και πράον, κι όποιον αγάπαγα, αν και Χριστιανός, δεν του'βγαζα το μάτι...
Ε, τελοσπάντων, με χαιρόταν και τη χαίρομαν τη μάνα φύση που με γέννησε, κάνοντας από μικρό παιδί πολλές τούμπες στα γρασίδια. Και -αχ- πόσο γαύριαζα να κυνηγάω τις γάτες με ένα λάστιχο ή να μιμούμαι -γιατρό!- τον Καραγκιόζη: "Σβερκίτις" κραύγαζα "μετά κωλαντερίτιδος - χάπια από ταραμά κάθε έξι ώρες!"
Κι έζησα και γέρασα...
Φεύγοντας (και είναι ώρα) και κατεβάζοντας τη σκούφια μου, θα πω κι εγώ ό,τι είχε πει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου στον Κύριο προσευχώντας τος: "Σε ευχαριστώ για τα βουνά και για τα δάσα που είδα."