Τριανταφυλλιά Πλιάκα – Κάθε μέρα στις 9:30
Κλικ📸: Μιχάλης Βενετσιάνος – ΜV Photography 📸
22/10/2022
Τριανταφυλλιά Πλιάκα
Κάθε μέρα στις 9:30
Ο ήχος που έφτανε από το διπλανό διαμέρισμα ήταν βαθύς ρυθμικός σαν να χτυπάει κάποιος το πόδι του στο σανίδι. Κάθε μέρα στις 09:30 ξεκινούσε η ίδια μουσική, η 16η Σονάτα του Μότσαρτ η οποία συνοδευόταν από τον βαθύ ήχο. Ήθελα να ξέρω τι ακριβώς συνέβαινε κάθε μέρα εκείνη την ώρα στο διπλανό διαμέρισμα. Κρατούσε περίπου μία ώρα αυτό το καθημερινό μυστήριο. Ποτέ μου δεν είδα ποιος έμενε δίπλα.
Ο ήχος και η μουσική μου αποσπούσαν την προσοχή από τα αρχιτεκτονικά σχέδια για το έργο που είχα αναλάβει ώς αρχιτέκτονας. Έκανα υπομονή, είχα πεί πως εκείνη την ώρα θα κάνω ένα μικρό διάλειμμα και θα πίνω ένα φλιτζάνι καφέ με την συνοδεία της μουσικής και του ήχου. Σις 10:30 σταματούσε και μετά ησυχία.
Συνέχιζα την δουλειά μου μέχρι το μεσημέρι. Έτρωγα το μεσημεριανό μου και μετά χαλάρωνα. Μετά την δουλειά είχα άπλετο χρόνο για μένα, συνήθως τον επένδυα στην αυτοβελτίωση μου. Το να έχεις τόσο χρόνο χωρίς να έχεις κάποιον να το μοιραστείς είναι ευχή και κατάρα. Από μικρός ήμουν εσωστρεφής, μου άρεσε να παρατηρώ τον κόσμο, την φύση και οτιδήποτε μου κινούσε το ενδιαφέρον.
Μου κινούσε το ενδιαφέρον κάθε μέρα να μάθω τι γίνεται στο διπλανό διαμέρισμα στις 9:30 με 10:30 και μετά ησυχία λες και κανένας δεν ζούσε εκεί. Τα Σαββατοκύριακα δεν δούλευα, έτσι ξυπνούσα κατά τις 9 και στις 9:30 έπινα το καθιερωμένο καφεδάκι μου μαζί με τους ήχους που έφταναν από το διπλανό διαμέρισμα. Ποτέ μου δεν άκουσα ομιλίες ή βήματα.
Ε, λοιπόν μια Κυριακή είχα πάρει την απόφαση μόλις ξυπνήσω να πάω στο διπλανό διαμέρισμα και να χτυπήσω την πόρτα για να πω μια καλημέρα στους μυστήριους γείτονες.
Φόρεσα το χαμόγελο μου και πήγα στην διπλανή πόρτα λίγο πριν από τις 9:30. Χτύπησα τρεις φορές το κουδούνι, δεν μου άνοιξε κανείς. Όμως στις 9:30 ακριβώς η μουσική και ο ήχος ξεκίνησαν όπως κάθε μέρα τα τελευταία 3 χρόνια.
Σκέφτηκα πως μάλλον δεν ήθελαν να μου ανοίξουν γιατί έκαναν κάποια προετοιμασία για τις 9:30, που ήταν το μόνο σημάδι ζωής σε εκείνο το διαμέρισμα. Συνέχισα την μέρα μου, όπως και τις επόμενες μέρες χωρίς πλέον να προσπαθώ να μάθω τι γίνεται. Σκέφτηκα πως εγώ τόσα χρόνια δεν προκάλεσα κανένα θόρυβο. Κανένας ήχος δεν είχε βγει από το δικό μου διαμέρισμα.
Ένα πρωινό, μετά της 10:30 που τελείωνε διάλειμμα μου, άκουσα την πόρτα του διπλανού διαμερίσματος να ανοίγει. Είπα από μέσα μου << Τώρα είναι η ευκαιρία! >> έτρεξα, άνοιξα την πόρτα και στράφηκα προς το γειτονικό διαμέρισμα. Είδα μια πανέμορφη γυναίκα να μιλάει με μια άλλη την οποία δεν μπορούσα να δω διότι ήταν η πόρτα μισόκλειστη. Είπα καλημέρα κι εκείνη ντροπαλά μου είπε << Καλημέρα σας, δεν ήξερα πως μένει κάποιος εδώ! >>. Της είπα πως είμαι ήσυχος άνθρωπος. Δεν μου έδωσε ευκαιρία για περισσότερες ερωτήσεις. Με χαιρέτησε και έφυγε. Η πόρτα έκλεισε κι εγώ δεν έμαθα ποιος ζει δίπλα και τι γίνεται. Είχε νυχτώσει και μαγείρευα για το δείπνο μου. Χτύπησε το κουδούνι! Σπάνιο πράγμα, είχα χρόνια να το ακούσω. Άνοιξα την πόρτα, είδα μπροστά μου μια πανέμορφη, ηλικιωμένη γυναίκα καθισμένη σε αναπηρικό τροχοκάθισμα. Μου πρόσφερε ένα μικρό πιάτο με σοκολατένια μπισκότα. Πήρα το πιάτο και την ευχαρίστησα! Μου είπε πως ζούσε στο διπλανό διαμέρισμα και απολογήθηκε που κάθε μέρα ακούγεται ο ίδιος ήχος με την ίδια μουσική. Είπε πως δεν γνώριζε πως ζούσα εδώ.
Με προσκάλεσε στο διαμέρισμα της. Πήγα μαζί της, παρατήρησα τον χώρο, ήταν γεμάτος φωτογραφίες από την ίδια ντυμένη μπαλαρίνα. Ήταν μπαλαρίνα στα νιάτα της, καθίσαμε στο σαλόνι και μου διηγήθηκε μερικά γεγονότα της ζωής της. Ήρθε και η στιγμή που μου είπε και τι ακριβώς κάνει κάθε μέρα στις 9:30.
Στις 9:30 βάζει την 16η Σονάτα του Μότσαρτ όπως τότε που ήταν 15 χρονών και κρατώντας το μπαστούνι της χτυπά με ρυθμό το σανίδι μετρώντας βήματα, όπως τότε. Χόρευε νοερά, κανένας δεν το έμαθε ποτέ. Ήμουν ο μόνος που το ήξερα! Είχε πάει αργά την καληνύχτισα και έφυγα.
Ξύπνησα το επόμενο πρωί και δούλευα, ήξερα πως μόλις ξεκινήσει η μουσική θα κάνω διάλειμμα. Η ώρα περνούσε και για πρώτη φορά η μουσική δεν ξεκίνησε. Άνοιξα την πόρτα, είδα την κόρη της γυναίκας να κλαίει, αντιλήφθηκα πως η γυναίκα έφυγε για πάντα.
Στεναχωρήθηκα! Δεν συνέχισα την δουλειά! Σκεφτόμουν πως εκείνη αν και σε τροχοκάθισμα δεν έχασε ποτέ της την θέληση για ζωή, χόρευε με τον τρόπο της. Εγώ που ήμουν υγιής και στεκόμουν στα πόδια μου δεν κατάφερα ποτέ μου να βγάλω τόσο ζωντανούς ήχους από το διαμέρισμα μου. Σαν να μην υπήρχα! Τώρα που στα λέω αυτά αγάπη μου, θέλω να ξέρεις πως θαύμασα την μητέρα σου τότε που διηγηθηκε την ζωή της, μου μίλησε για σένα και με έκανε να θέλω κι εγώ να ζήσω σαν ζωντανός όπως ακριβώς έκανε εκείνη κάθε μέρα στις 9:30.