“Στην οικογένεια γράφαμε πάντα κρυφά ο ένας από τον άλλο. Ο γιος μου ο Θανάσης μόνο δημοσιευμένα τα δείχνει. Το ίδιο έκανε και ο αδερφός μου, ο Μανόλης. Περίεργος άνθρωπος ο Μανόλης. Είχε έναν κρυμμένο δυναμισμό. Τον έπιανε ο ενθουσιασμός, αλλά τον τραβούσε η γυναίκα του πίσω. Άλλα πράγματα ήθελε από τη ζωή του. Δεν ήθελε να έχει παντρευτεί, ήθελε να πάει στον ένοπλο αγώνα. Ο άντρας μου, ο Γιώργος ο Χειμωνάς, μου τα έδειχνε πριν δημοσιευτούν. Αλλά σαν τελειωμένα. Εγώ τα έδειχνα στον Γιώργο. Ήθελα τη γνώμη του. Μου έλεγε πάντα ότι ήταν ωραία, πράγμα που δεν ξέρω καθόλου αν ήταν αλήθεια.”

“Ήθελα να γίνω γνωστή. Όχι μετά μανίας, αλλά ήθελα. Να, βλέπετε, είμαι ειλικρινής. Τον Χειμωνά δεν τον ζήλευα καθόλου. Ποτέ. Ούτε εγώ, ούτε αυτός. Τον θαύμαζα. Ήταν εξαιρετικός. Η σωστή λέξη είναι αεικίνητος. Τον γνώρισα σχεδόν ταυτόχρονα με το έργο του. Είχα διαβάσει ένα νεανικό του, τον Πεισίστρατο, αλλά φαινόταν όλο το ταλέντο του. Δεν το κατάλαβα και πολύ. Όλα τα έργα του ήταν εξαιρετικά. Και ο θαυμασμός μου εμένα ήταν αληθινός και όχι επειδή ήταν κι ένας κούκλος. Δεν θυμάμαι να τον έχω βάλει σε κάποιο θεατρικό, επειδή απλά μπορεί να τον έχω βάλει και σε όλα. Ο Θανάσης, από την άλλη, δεν διάβαζε καθόλου. Όλη την ώρα στην τηλεόραση. Και με τον Ολυμπιακό. Ήμουν κι εγώ Ολυμπιακός, παρακολουθούσα πολύ την ομάδα και θύμωνα και με όσους δεν ήταν Ολυμπιακοί.”

Λούλα Αναγνωστάκη
[13 Δεκεμβρίου 1928 – 8 Οκτωβρίου 2017]
Πηγή: LiFO, άρθρο του Σταύρου Διοσκουρίδη, 8.10.2019