📸: James Bruke, Aylon 
«Η παρέα που το τραγουδούσε, ήταν οχτώ εννιά νομάτοι, όλοι όλοι. Κατέβαιναν αργά, με την κιθάρα -μια κιθάρα κι ένα μαντολίνο— κατέβαιναν αργά, χωρίς να βιάζουνται, από τα πίσω, ακριβώς, του λόφου του Σταδίου, και προχωρούσαν κατά το Παγκράτι. Και πότε σταματούσανε, καταμεσής του δρό­μου, κι έκαναν αστεία, και χαχάνιζαν, —κι άλλος νιαούριζε, και χάλαγε τον κόσμο, κι έκανε τις γάτες που τσακώνουνται, κι άλλος λαλούσε σαν τον πετεινό-, κι έκαναν ντόρο, μέσ’ στην ησυχία, και κυνηγιόντουσαν, με γέλια και με χάχανα-, πότε τους ξανάπαιρνε το σιγανό μεράκι, και τότε το τραγούδι ξανανέβαινε, βαθύ, μελωδικό και μαγικό, και όρμηξε με πάθος και μ’ απόγνωση, την παγερή και ριγηλή νυχτερινή γαλήνη:

…Θα με ζητήσεις, και δε θα μ’ εύρεις,
θα με ποθήσεις, -μα θα ’ναι αργά…
(…)


Κι η Ρηνούλα, μέσ’ στο λήθαργο της, ξαφνικά, μισάνοιξε τα μάτια. Η καρδιά της χτύπησε με πιο γοργό ρυθμό: Μια φωνή, της φάνηκε πως πέρασε, μια μακρινή και γνώριμη φωνή, -πολύ γλυκιά, και μακρινή, και γνώριμη, σα χάδι… Ήταν κάτι πλάνο κι απαλό, -κάτι σα μιλιά, και σαν τραγούδι-, πολύ θαμπό, βαθύ και φευγαλέο, σαν ένα φύσημα δρο­σιάς, την άνοιξη, στα φύλλα!

Κι ακούγοντάς το, κάτι θέλησε να πει, μα μοναχά που σάλεψε τα χείλη, -κι έγειρε λίγο το κεφάλι της, και πέθανε…»
Ν. Λαπαθιώτης (31 Οκτωβρίου 1888 – 7 Ιανουαρίου 1944) | Κάπου Περνούσε Μια Φωνή | Εκδ. Ερατω