Αυτά τα νέα ποτέ να μη μου φέρνετε,
πως σκότωσαν ένα πουλί,
λύγισε το δεντράκι στη βροχή,
ή χάθηκε ένας άνθρωπος…
Άλλοι απλά τ’ ακούν
και συλλογίζονται για λίγο,
τι είναι τάχα η ζωή,
τι άραγε να είναι εκείνο
και τι το άλλο να σημαίνει.

Εγώ όμως…
Εγώ, γίνομαι το πουλί,
γίνομαι το δέντρο,
γίνομαι ο άνθρωπος…
γίνομαι οι φίλοι οι αγαπημένοι του
που τον πενθούν,
Γίνομαι όλα αυτά μαζί.

Κ’ ύστερα πάλι Θεέ μου,
μαζί σου πώς θυμώνω,
που μ’ έκανες έτσι…
μέσα μου να τραβώ,
των άλλων τις πληγές
και να ματώνω.

Εμένα τέτοια νέα μη μου λέτε,
γιατί τα ανασταίνω μέσα μου
και τους διαλόγους που τελικά δεν έγιναν,
και για το μοναχικό αγόρι,
που στέκεται σκυφτό θα κλαίω
και δίπλα στον γονιό που ξαγρυπνά
το άρρωστο παιδί του,
θα αγρυπνώ κι εγώ,
κι η μάνα όλων γίνομαι.

Δεν είμαστε όλοι άνθρωποι κανονικοί,
κάποιοι είμαστε ανόητοι ποιητές.