“Είναι αφάνταστα ισχυρό πάθος η πνευματική αδράνεια. Όσοι ασχολούνται με ψυχοθεραπείες, παρατηρούν άφωνοι, το πόσο βαριέται ή και φοβάται ένας θεραπευόμενος να αλλάξει το παραμικρό στις συμπεριφορές του, ακόμη και όταν πείθεται πως τούτη η αλλαγή θα ωφελήσει και θα εξελίξει το πρόβλημα για το οποίο ήρθε να τους βρει. Κάτι μέσα του, που η επιστήμη το αποκαλεί «αντίσταση» και η Εκκλησία «δαιμόνιο», παλεύει σθεναρά με νύχια και με δόντια εναντίον της εξέλιξης.

Είναι το πιο κουραστικό, ασφυκτικά κουραστικό εμπόδιο μιας ψυχοθεραπείας. Εκεί παίζονται οι δυσκολότερες μάχες ανάμεσα στον αναλυόμενο και τον αναλυτή, τότε είναι που αρκετοί εγκαταλείπουν από την αρχή την ψυχοθεραπεία τους. Απογοητευμένοι και αγανακτισμένοι ίσως, διότι ήρθαν να συναντήσουν τον αναλυτή ως λυσάρι, ως μάγο, ως καφετζού, όχι ως οδηγό, ως υποστηρικτή, συχνά σιωπηλό, στις ανασκαφές του για αλήθειες και καθαρότητα. Αυτά που τους προτείνει ο ψυχολόγος αργούν, είναι κουραστικά, σχολαστικά, έχουν δουλειά, το χειρότερο: τους αναθέτουν ευθύνες. Το ακόμη χειρότερο: τους βάζουν να αμφισβητήσουν το ίδιο τους το πρόσωπο για το οποίο αυτοί είναι τόσο σίγουροι. Μα για να γλιτώσουν από τις ευθύνες ήρθαν και ξάπλωσαν στο ντιβάνι του. Του λένε κατά κάποιο τρόπο και με άλλα λόγια: «Ανάλαβέ με, σκέψου για μένα, γίνε γονιός μου γιατί θέλω να συνεχίσω να είμαι παιδί. Αν κι εσύ ζητάς να μεγαλώσω, σε αποχαιρετώ… Να μου λείπει!»

Ο κόσμος δε ζητάει, όπως ισχυρίζεται, την αλήθεια, ζητάει να πραγματοποιηθούν οι επιθυμίες του.”

«Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης» , Μάρω Βαμβουνάκη – εκδ. Ψυχογιός