Όταν ο Ίκαρος έπεσε στη θάλασσα, ο Δαίδαλος έκλαψε με αναφιλητά. Πώς ένας πολυμήχανος και ευφυής τεχνίτης όπως ο ίδιος, επέτρεψε ένα τέτοιο θανατηφόρο σφάλμα στον εαυτό του; Ο χαμός του γιου του τον βύθισε σε συλλογή. Η σύγχυση του ήταν απερίγραπτη. Αισθανόταν εντυπωσιακά ηλίθιος μέσα στη θρηνωδία του. Το έκανε εικόνα στο μυαλό του: πατέρας και γιος, φορώντας τα φτερά, που είχε ράψει με ασύλληπτη δεξιοτεχνία, στη πλάτη τους, απογειώνονται υπό το φως της κρυστάλλινης Σελήνης… Κανένας κίνδυνος, κανένας πύρινος Ήλιος, μονάχα οι δυο τους να πετούν αμέριμνα σαν τα πουλιά μέσα στη νύχτα, ενώ τους συνοδεύουν η λάμψη των αστεριών, που στολίζουν τον ανέφελο μαύρο ουρανό, και το άγρυπνο βλέμμα του φεγγαριού…