Κοντοζυγώνει η ώρα.
Καμμιά επιθυμία, κανένας θρήνος.
Μακρινά τα χρόνια που πέρασαν και ξεθώριασαν.
Τώρα, απόμεινα να κοιτάζω τους ανθρώπους

σαν ξένος, σε ξένο μέρος.
Δεν ανήκω πλέον πουθενά,
ούτε καν στον εαυτό μου.
Χωρίς φώτα, χωρίς εθνικότητα
πλέω μόνος μες τη νύχτα.
Γύρω μου σιωπή.
Η σιωπή των χιονισμένων βουνών
και των μοναχικών άστρων.
Σκύβω μέσα μου.
Βαθύ πηγάδι στερεμένο από καιρό.
Ακούω την ηχώ του.
Δεν ξέρω πια τι να περιμένω.
Άσκοπη ερημία.
Κανένας θρήνος, καμμιά επιθυμία.
Κοντοζυγώνει η ώρα.
Κι όμως, προτού να έρθει
προλαβαίνω να μαζέψω
ό,τι απόμεινε από το δένδρο της ζωής.

Τότε και νάρθει,
δεν θάχει τίποτα να πάρει.
Μόνο να δώσει, όχι να πάρει.

Κοντοζυγώνει η ώρα…