Ι 
Όπως όταν
βάζουν φωτιά σ’ ένα φυτίλι τρίχινο
Τρέχοντας ύστερα μακριά οι άνθρωποι των λατομείων
Και κάνουνε σινιάλα σαν τρελοί
Και μια ριπή του ανέμου άξαφνη σέρνει στις ρεματιές τα
ψάθινα καπέλα τους
Όπως όταν
ένα βιολί ολομόναχο παραμιλάει στα σκοτεινά
Μελαγχολικά η καρδιά του ερωτευμένου ανοίγει την Ασία
της
Οι παπαρούνες μέσ’ στη λάμψη της χειροβομβίδας
Και τα πέτρινα χέρια μέσ’ στις ερημιές που ασάλευτα και
τρομερά δείχνουν κατά την ίδια θέση πάντα
Φωνάζουν
Σημαίνουν
Η ζωή δεν είναι ερημητήριο
Η ζωή δεν αντέχει στη σιωπή
Με θερμοπίδακες και με χιονοστιβάδες πάει ψηλά ή
κυλιέται χαμηλά και ψιθυρίζει λόγια αγάπης
Λόγια που ό,τι κι αν πουν δεν λεν ποτέ τους ψέματα
Λόγια που ξεκινούν πουλιά και φτάνουν “πυρ αιθόμενον”
Γιατί δεν έχει δυο στοιχεία ο κόσμος – δε μοιράζεται
Παύλε Πικασσό – κι η χαρά με τη λύπη στο μέτωπο του
ανθρώπου μοιάζουν
Juego de luna y arena – σμίγουν εκεί που ο ύπνος
Αφήνει να μιλούν τα σώματα – εκεί που ζωγραφίζεις
Τον Θάνατο ή τον Έρωτα
Ίδια γυμνούς και ανυπεράσπιστους κάτω απ’ τα τρομερά
ρουθούνια του Βοριά
Γιατί έ τ σ ι μ ό ν ο υπάρχεις.

Αλήθεια Πικασσό Παύλε υπάρχεις
Και μαζί με σένα εμείς υπάρχουμε
Ολοένα χτίζουν μαύρες πέτρες γύρω μας – αλλά συ γελάς
Μαύρα τείχη γύρω μας – αλλά συ μεμιάς
Ανοίγεις πάνω τους μυριάδες πόρτες και παράθυρα
Να ξεχυθεί στον ήλιο κείνη αχ η πυρόξανθη κραυγή
Που μ’ έρωτα παράφορο μεγαλύνει και διαλαλεί τ’ αέρια τα
υγρά και τα στερεά του κόσμου ετούτου
Έτσι που να μη μάχεται πια κανένα το άλλο
Έτσι που να μη μάχεται πια κανείς τον άλλον
Να μην υπάρχει εχτρός
Πλάι – πλάι να βαδίζουνε το αρνί με το λεοντάρι
Κι η ζωή αδερφέ μου ωσάν τον Γουαδαλκιβίρ των άστρων
Να κατρακυλάει με καθαρό νερό και με χρυσάφι
Χιλιάδες λεύγες μεσ’ στα όνειρά της
Χιλιάδες λεύγες μες’ στα όνειρά μας…
Ωδή στον Πικάσσο - Οδυσσέας Ελύτης, Από την ποιητική συλλογή “ΤΑ ΕΤΕΡΟΘΑΛΗ”, Β’ έκδοση, Αθήνα 1980, Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ