«Ξεχείλιζε από ομορφιά και μια δίψα για ζωή. Ανθρώπινη, πονεμένη, κάτι από τη Φρίντα Κάλο, κάτι από τους ρεμπέτες των λιμανιών, κάτι από τα τριαντάφυλλα των αγρών.

Η καταγωγή της την είχε πλάσει ευαίσθητη, γήινη, υπερβατική. Έπρεπε να ‘ρθει στην Αθήνα να σφυρηλατηθεί, να επεξεργαστεί εκείνη τη θεσπέσια αγροτομαγκιά της, να θεραπευθεί από τη στενή εντοπιότητα, και να θεραπεύσει με τη σειρά της και την αύρα της και τους γύρω της.

Την πρωτογνώρισα στο Πόρτο Ράφτη λόγω Μάνου Λοίζου. Με τον Μάνο, που το σπίτι του ήταν δίπλα στο δικό της, ανέπτυξε μια λεπτή έως και βαθιά φιλία. Της άνθισε το αισθητήριο. Της είπα αυθόρμητα:
Έλα στην Αθήνα θα σε κάνω την πρώτη ρεμπέτισσα συνθέτρια.

Μαθήτρια του Νότη Μαυρουδή στην κιθάρα.

Για ξαναπαίξε το μοτίβο”, της είπα ακούγοντας ένα θεματάκι που είχε φτιάξει, παίζοντάς το εν είδει μπαλάντας.
«Συνέχισε μη σταματάς, πες ότι είναι το κουπλέ». Σφυράγαμε κι οι δύο επί δύο ώρες. Σαν να ‘μαστε ένας. Και να που βγήκε το «Λεμόνι στην πορτοκαλιά». Γελάγαμε επί δύο ώρες, έφτιαξε ένα καταπληκτικό φαΐ, ήμασταν δύο άλλοι, είχαμε προχωρήσει, ήταν μια άλλη, μπήκε στην περιπέτεια του τραγουδιού. Ήταν περιπετειώδεις, φτάνει να βρισκόταν κάποιος να της πει: κάντο. Βρέθηκα εγώ αλλά αυτή ήταν που άνθισε, πήρε τ’ απάνω της, πήρε πολύ τ’ απάνω της παρά λίγο να μας αφήσει πίσω να τρώμε τη σκόνη της. Τσακάλι γκαγκάν. Με τα τρωτά της, με νταμάρια ακατέργαστου πόνου και διάθεσης ν’ ανεβάσει κάποιον -εμένα πι-χι- στον έβδομο ουρανό και από κει να του δώσει μία, φούντο, ουρλιάζοντας σαν αμαζόνα, σαν μαινάδα σαν εκδικήτρια, σαν νικήτρια. Αν και ξέρει ότι δεν υπάρχει νικητής και νικημένος βρήκε το μέτρο του ζεϊμπέκικου να εκφράσει την αρχοντιά της, την απέλπιδη ανεξαρτησία της, το φυσιολογικό ναρκισσισμό της.

Σαν χωρίσαμε και ο σαδομαζοχισμός μου έφτασε στο αποκορύφωμα, έφυγα με μια νάιλον σακούλα στη Νέα Υόρκη, της έγραψα κλαίγοντας το «Αν πεθάνει μια αγάπη» και βαυκαλίζομαι ότι κι αυτή μου έγραψε ένα.

Γράψαμε αρκετά τραγούδια, μα επειδή συνέβησαν αρκετά μείναν αδισκογράφητα. Φτάνει που ‘γίναν και τραγούδησε η σχέση μας και της βγήκε η έκσταση και ο αμανές.

Η Βάσω η Σβάρνο είναι αυθεντικό παιδί της νεοελλάδας, αυτή που τη μαγαρίζουν κάθε μέρα οι ζιγκολό της, μα εμείς είμαστε ακόμη εδώ, είμαστε ακόμη ζωντανοί, κι αν όχι σαν ροκ συγκρότημα κι ούτε σαν αξιοσέβαστη ηχώ των προγόνων, αλλά σαν εμείς με τον ωραίο βίο και την πολιτεία, τη σχέση και την ψυχή των ζωντανών ανθρώπων που αγαπούν τη ζωή και κατανοούν το θάνατο.

Σαν την ψυχή ενός λαού που τραγουδά
το αυθεντικό τραγούδι της, για την αθανασία μέσα στο αγαπημένο «εδώ και τώρα».»

Μανώλης Ρασούλης για τη Βάσω Αλλαγιάννη.

Βάσω Αλλαγιάννη Σβάρνο
29 Σεπτεμβρίου 1944 – 27 Ιουνίου 2022

Πηγές:
Περιοδικό Λαικό Τραγούδι
apotis4stis5. com