📸: @discover.greece

3.7.2017 - 11.7.2017
(η Κέρκυρα)

«ΤΟ ΠΡΩΙΝΟ πριν την αναχώρηση για Κέρκυρα ήταν γεμάτο νευρικότητα. Ένιωθα το σπίτι στάσιμο, να βουλιάζει σε μια ακινησία τόσο επώδυνη που με τον τρόπο της προσπαθούσε να με πείσει ότι όλα είναι μάταια, τόσο μάταια που θα ήταν καλύτερο να αφήσω το σώμα μου να απλωθεί σαν κερί στα αντικείμενα, στο πάτωμα, στα κλειστά παράθυρα κι εκεί να αφεθεί ξέπνοο, με την ελπίδα να λιώσει σε ένα τεχνητό και βλοσυρό σκοτάδι. Πρόσεξα για πολλοστή φορά τους διακόπτες του ηλεκτρικού. Ήταν όλοι κατεβασμένοι. Τους ξαναβλέπω, σαν καθυστερημένος. Επέμενα και με το νερό, όλες οι βρύσες κλειστές, τελείως κλειστές. «Βγες επιτέλους», ενθάρρυνα τον εαυτό μου. Μαντάλωσα την πόρτα γυρνώντας το κλειδί τέσσερις φορές, την έσπρωξα επανειλημμένα για να επαληθεύσω ότι είναι κλειστή − ένα μαρτύριο και μια γελοιότητα μαζί.

Αυτό ήταν. Τώρα όλα αλλάζουν, ειδικά μόλις ανάβω τη μηχανή του αυτοκινήτου και ξεκινώ. Ανοίγεται μπροστά μου ένα ταξίδι έξι ωρών μέχρι την Ηγουμενίτσα. Από εκεί θα έπαιρνα το πλοίο και θα έφτανα στο νησί των Φαιάκων. Κάθε ταξίδι είναι μια απόδραση. Ένα βάπτισμα σε παρθένες εικόνες. Μια δυναμική για όσα δεν ζήσαμε και θεωρούμε ότι μας περιμένουν. Κάθε ταξίδι κρύβει μέσα του την επιθυμία μιας ανακάλυψης, χωρίς να μπορούμε να ονοματίσουμε αυτό που θα ξεπηδήσει μπροστά μας απρόσμενα, ακόμα περισσότερο χωρίς να μπορούμε να διαγράψουμε τις αναλογίες και το σχήμα αυτού που ψάχνουμε. Στην ουσία δεν ξέρουμε τι ψάχνουμε. Θα μπορούσαμε, γενικά και αόριστα, να το ονομάσουμε «έρωτας» ή «τοπίο ιδανικό» ή «άγγελος». Και όλα όσα βλέπω τώρα καθώς οδηγώ είναι αυτό που προηγείται. Οι πεδιάδες με τα χωράφια που ποτίζονται, οι χωρικοί και οι αγρότισσες που σκύβουν στο χώμα και μαζεύουν καπνά, τα βουστάσια, οι αχυρώνες, τα χωριά που εναλλάσσονται, οι βιοτεχνίες και τα εργοστάσια, οι ακρογιαλιές με τα εξοχικά και τις πλαζ, οι επαρχιακές πόλεις που σε χαιρετάνε, οι λίμνες, οι αμπελώνες. Μετά τις πεδιάδες ο δρόμος ανηφορίζει, αρχίζουν τα βουνά, οι σήραγγες, οι γέφυρες, οι συστάδες των δέντρων από ψηλά, το άγριο πράσινο που σε πολιορκεί. Η Εγνατία οδός σμίκρυνε τις αποστάσεις, προσφέρει το ανάγλυφο της βόρειας επικράτειας της χώρας σε γρήγορη κίνηση. Ο νομός Θεσπρωτίας, στο τελευταίο στάδιο της διαδρομής, χαώδης στα βουνά του, με τη διαρκή αναβολή της θάλασσας που αδημονούσα να δω. Το λιμάνι της Ηγουμενίτσας με υποδεχόταν στοργικό κι εμπιστευτικό, με καθησύχαζε πως όλα πήγαν καλά, όλα είναι θέμα απόφασης, το θέμα είναι να ξεκινήσεις, και ύστερα, βελούδινα και χαριτωμένα, διασχίζοντας το σώμα της Θράκης, της Μακεδονίας, της Ηπείρου, φτάνεις στο Ιόνιο πέλαγος.

Σε υποδέχεται χαμογελαστό ένα φέριμποτ, σου υποδεικνύει την επικράτεια του υγρού στοιχείου, σου προσφέρει το θαλασσινό ειδύλλιο. Το χρώμα του νερού είναι πράσινο, τώρα μου φαίνεται γαλάζιο, όσο ξεμακραίνει το πλοίο από το λιμάνι, το νερό γίνεται βαθύ μπλε. Το βλέμμα περιφέρεται στις αμμουδιές της Ηπείρου που αφήνουμε, και ο αποχαιρετισμός είναι ταυτόχρονα ένα καλωσόρισμα, γιατί ήδη στην αντίθετη πλευρά προβάλλει το σχήμα ενός νησιού και οι μικροσκοπικές λεπτομέρειες ενός αστικού διάκοσμου. Είναι τώρα το παιχνίδι της απόστασης, όσο λιγοστεύει, τόσο τα κομματάκια της νησιώτικης αρχιτεκτονικής μεγεθύνονται. Η Κέρκυρα ξεπροβάλλει αρχοντική, με τα βενετσιάνικα σπίτια της, το κάστρο της, το λιμάνι, τον παραλιακό δρόμο όπου αγωνίζομαι να διακρίνω το σπίτι του Διονύσιου Σολωμού. Η πόλη είναι μια μικρογραφία ονείρου, ένα δέος, ένας υπαινιγμός για μια ιδεατή ζωή που ίσως είναι η δική μας και μέχρι τώρα έμοιαζε ορφανεμένη. Η Κέρκυρα στο πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου, όψιμο μεσημέρι, σε έναν ήλιο από χρυσάφι. »

Ιγνάτης Χουβαρδάς, Αυτά που δεν πρέπει να ομολογήσεις (Η Κέρκυρα), εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2020.