Φωτιές αφέντρες του κακού – Ζωή Δικταίου
Είχε περπατήσει σ’ άτριφτες στράτες
του θυμαριού και του σπάρτου,
στα δάση,
μυρίζοντας ανθισμένη ρίγανη και βάτο,
έγνοια βαριά η ελευθερία,
τη ζύγιαζε
σαν κυλιόταν στο παχύ στρώμα της φτέρης
με τα μάτια γεμάτα χελιδόνια,
κι όταν κρυμμένος στις αφράτες καλαμιές
τρελός του πόθου,
δεν το φαντάστηκε, κορφολογώντας τη χαρά
πριν του βιτσίσει η λύπη τα λαγόνια.
Ήξερε πώς είναι,
να ψηλώνεις κι εσύ με τα βουνά στο φεγγαρόφωτο,
να ρίχνεις ρίζες, θεμέλια,
να αφήνεσαι στο πρωινό ξάφνιασμα του αγριμιού,
και στο κελάδημα των πουλιών,
να παραμονεύεις στο καταμεσήμερο
το φίδι στη σχισμή του βράχου,
την πασχαλίτσα στο μίσχο του λιναριού,
τα ελάφια στο ξέφωτο.
Ήξερε την πετροπέρδικα απ’ το τραγούδι,
το κιρκινέζι απ’ το φτερούγισμα,
ξεχώριζε
τις βερβερίτσες στις λεπτοκαρυές απ’ το ροκάνισμα.
Ήξερε πώς είναι,
να περπατάς στην κάψα και να μην καίγεσαι
κόντρα στο ρέμα της ποταμιάς
γυρεύοντας σαλαμάνδρες,
ήξερε πώς είναι να φιλεύεις μια σουσουράδα,
να μαυλίζεις την κίσσα,
να τ’ αγαπάς όλα,
όλα, για ν’ ανασαίνεις ελεύθερα.
Τώρα, μαύρος πηχτός καπνός κατάπινε
εκείνες τις εικόνες,
μετά, απρόσκλητος,
από τα ρουθούνια κατευθείαν στην ψυχή,
ούτε χρυσές ροδοδάφνες το λιόγερμα,
μήτε πρωινούς μενεξέδες η αυγή,
μόνο ένα ανήκουστο τράνταγμα
να πάλλεται λάβρο στη χώρα
κι ύστερα,
δρεπάνι καρφωμένο βουβά στα σπλάχνα του.
Με σκυμμένο το πρόσωπο
σ’ ένα κομμάτι καμένο χάρτη καλεί τη μνήμη,
από το Ορμένιο στη Γαύδο,
κι από το Καστελλόριζο στους Οθωνούς,
μια Ελλάδα στάχτη απ’ άκρη σ’ άκρη,
«μητέρα στάχτη», ψέλλισαν τα χείλη με λυγμό,
ο μεστωμένος νους
έπιασε το θανατερό τραγούδι της λαίλαπας,
όλα του βρόντου
ούτε ελπίδα, ούτε προσευχή.
Τα νύχια ματώνουν τη σάρκα,
φρικτές οι αναμνήσεις από ξεχασμένες πυρκαγιές,
ανατρίχιασε σύγκορμος,
πάνε χρόνια, τ’ αποκαΐδια εκεί,
οι σκιές εκεί, φαντάσματα,
να στοιχειώνουν λιόδεντρα, αμπέλια, κουκουναριές,
Ζαχάρω, Ερέτρια, Μάτι, Σαλαμίνα, Χίος,
Σάμος, Ικαρία, Πεντέλη, Λασίθι, Ουρανούπολη,
Κασσάνδρα,
γέμισε ο νους αναμμένα κάρβουνα,
λυσσασμένες αδηφάγες κόκκινες γλώσσες,
στις ίδιες μακάβριες πυρές,
συνέχιζαν να λιώνουν οι ορίζοντες,
στη Ρόδο, στην Κέρκυρα, στη Μαγνησία,
στον Έβρο, στην Πάρνηθα, στη Σαμοθράκη,
«μητέρα στάχτη»,
ο ψίθυρος κινδύνεψε στα χείλη δεύτερη φορά,
ήθελε να πει,
εσύ που άπλωσες το σάβανο
και μας τύλιξες, μα δεν τα κατάφερνε.
Χωρίς σπίτι, χωρίς βιός, χωρίς, χωρίς…
χωρίς πατρίδα
μετρούσε πεθαμένες μέλισσες,
απανθρακωμένα ζώα,
φλεγόμενα περιστέρια που ξεψυχούσαν στο φράκτη,
μαζί μ’ αυτά και τα συντρίμμια των αεροπλάνων,
μετρούσε απώλειες,
ο Χάρος περνούσε,
μοίραζε διαβατήρια ελευθέρας,
μούγκρισαν τα άκακα αρνιά
παραδομένα στο άχτι της στάχτης,
τράνευαν τα φουσάτα της πυρκαγιάς,
ξεθηκάρωναν οι φλόγες
απ’ τα καρβουνισμένα παράθυρα, τις πόρτες, τις στέγες,
αφήνοντας σκοτεινές τρύπες να χάσκουν άπληστα,
μα ναι, από τέτοιες τρύπες ξεχύνεται η κόλαση
αυτή που τρέφεται με τα όνειρα
με το παρόν και το μέλλον μας,
με τη δόξα και την ομορφιά του τόπου.
Στην τελευταία σκέψη λύγισε,
μόνο η άβυσσος ανέβαινε μέσα του,
τα σπλάχνα του πήραν να μυρίζουν καμένη γη,
όλα τού ζητιάνευαν νερό,
σπίτια, περβόλια, ζωντανά, η ρεματιά, ο λόγγος,
ο θεός, δεν είχε,
μήτε δυο στάλες δάκρυα πια.
Γονατιστός αγκάλιασε τη ρίζα μιας καμένης βελανιδιάς,
αήττητες οι μικρές φλόγες
ξεπήδησαν απ’ τα σωθικά της γλείφοντας τα μαλλιά του,
στη στιγμή πετάχτηκε απάνω,
ίσιωσε όσο ανάστημα του είχε απομείνει
ο άνεμος εξακολουθούσε να κατεβαίνει,
να τινάζεται με μάνητα, μακριά, αδιάντροπα,
ανεμπόδιστος από φυλλωσιές,
χαϊδολογούσε το κρίμα,
αβγατίζοντας την αμαρτία στη σαλεμένη πλάση.
Ξεχείλισε αντάρες η καρδιά,
«μητέρα στάχτη» φώναξε,
εδώ στις χούφτες μου σε μάζεψα,
μνήμη ακριβή, και νόστος μου, και φως,
να σπείρω, να θερίσω,
κι από τη στάχτη μου,
αύριο εγώ,
να σ’ αναστήσω και να ξαναγεννηθώ,
Ελλάδα,
λίκνο παλιό και μάρμαρο στον ήλιο…
Πίνακας : Πύρινη λαίλαπα, Ρουσσέτος Παναγιωτάκης