Μια πινακίδα με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Πωλείται.

«Μια στιγμή να πάρω τα πράγματα μου και τις αναμνήσεις μου. Ή μήπως πάνε και αυτά μαζί με το πωλητήριο;»

«Κάνε γρήγορα» μου είπαν. «Δεν έχουμε χρόνο. Πουλήθηκε. Θα το γκρεμίσουν και θα φτιάξουν γραφεία.» Μικρά τετράγωνα κλουβιά για τους κατά τ’ άλλα ελεύθερους ανθρώπους.

Έκανα μια βόλτα στα λίγα λεπτά που είχα στην διάθεση μου. Σε’κείνη την γωνία είχα κλάψει γοερά ένα Σάββατο. Αυτή τη στιγμή δεν θυμάμαι καν τον λόγο. Πιο ‘κει είδα τις κρεμάστρες με τα ρούχα μου. Όταν τα κρέμασα δεν ήξερα πως ήταν η τελευταία φορά που θα τα φορούσα. Πίσω από την σκάλα το βαθούλωμα στον τοίχο που όλο έλεγα: αύριο θα το φτιάξω. Δεν το έφτιαξα ποτέ. Τώρα θα γκρεμιστεί, εξαλείφοντας έτσι και την ανάγκη για επιδιόρθωση.

Μες στην ησυχία άκουσα ομιλίες – γέλια. Ήταν όλων εκείνων που με επισκέφθηκαν. Έσβησα τα φώτα και έφυγα.

Άκουσα από μακριά το γνώριμο ήχο του τρένου. Έτρεξα. Δεν πρόλαβα. Άρχιζα να βρίζω και να λέω για την κακιά μου τύχη. Τρέχω πίσω να δω πάλι την πινακίδα. Αυτή τη φορά γράφει «προς κατεδάφιση λόγω οκνηρίας.»

Αφήνω εκεί τα πράγματα μου. Δεν τα χρειάζομαι. Επιστρέφω στο τρένο. Ο συρμός που έρχεται τώρα είναι για μένα.

Ελένη Κόντη