W. H. Auden| Πένθιμο Μπλουζ (Προσφυγικό Μπλουζ)
📸: Robert McCabe
“Έστω πως η πόλη αυτή έχει δέκα εκατομμύρια ψυχές,
Κάποιοι ζουν σε μέγαρα, κάποιοι σε καταπακτές:
Μα δεν υπάρχει τόπος για μας, αγάπη, μα δεν υπάρχει τόπος για μας.Κάποτε είχαμε πατρίδα και τη νομίζαμε μοναδική,
Μες το χάρτη όποιος κοιτάξει κάπου θα τη βρει:
Δεν μπορούμε να πάμε τώρα εκεί, αγάπη,
δεν μπορούμε να πάμε εκεί τώρα.Στο κοιμητήρι του χωριού ο γέρο ίταμος φυτρώνει,
Κάθε που μπαίνει η άνοιξη ανθεί και ξανανιώνει:
Τα παλιά διαβατήρια όμως όχι, αγάπη, τα παλιά διαβατήρια όμως όχι.Είπε ο πρόξενος κτυπώντας το τραπέζι νευρικός:
“Αν δεν έχεις διαβατήριο, είσαι τυπικά νεκρός”:
Αλλά εμείς είμαστε ακόμα ζωντανοί, αγάπη, εμείς είμαστε ακόμα ζωντανοί.Πήγα σε μία επιτροπή, μου προσφέραν να καθίσω
Ευγενικά μου ζήτησαν του χρόνου να ξαναγυρίσω:
Μα που να πάμε σήμερα, αγάπη, που να πάμε σήμερα;Σε μία δημόσια συγκέντρωση πρόσεξα τον ομιλητή:
“Αν τους αφήσουμε να μπουν, θα μας κλέψουν το ψωμί”
Για σένα και για μένα μιλούσε, αγάπη, για σένα και για μένα μιλούσε.Λες και άκουσα το αστροπελέκι στα ύψη να βρυχιέται
Πάνω από την Ευρώπη ο Χίτλερ, “Να πεθάνουν”, καταριέται
Εμάς είχε στο νου, αγάπη, εμάς είχε στο νου.Είδα ένα κανίς, φόραε ζακέτα με καρφίτσα κουμπωμένη
Είδα την πόρτα ανοιχτή και μια γάτα να μπαίνει
Μα δεν ήσαν Γερμανοεβραίοι, αγάπη, δεν ήσαν Γερμανεβραίοι.Τράβηξα για το λιμάνι, στάθηκα στην προκυμαία,
Είδα τα ψάρια να κολυμπούν, ήσαν σαν πάντα ελεύθερα:
Μόνο τρία μέτρα μακριά μου, αγάπη, μόνο τρία μέτρα μακριά μου.Περπάτησα στο δάσος, είδα στα δέντρα τα πουλιά
Πολιτικούς δεν είχανε και κελαηδούσανε γλυκά:
Δεν ήταν ανθρώπινη φυλή, αγάπη, δεν ήταν ανθρώπινη φυλή.Στ’όνειρό μου είδα ένα κτίριο με χίλιους ορόφους,
Με πόρτες και παράθυρα για χιλιάδες ανθρώπους
απ’όλα αυτά δικό μας, αγάπη, τίποτα απ’ όλα αυτά δικό μας.Στάθηκα σε μια πεδιάδα και γύρω έπεφτε χιόνι
W. H. Auden, 21 Φεβρουαρίου 1907 – 29 Σεπτεμβρίου 1973 | Πένθιμο Μπλουζ (Προσφυγικό Μπλουζ) | μτφρ.: Ερρίκος Σοφράς | εκδόσεις Κίχλη
Έναν ολόκληρο στρατό έβλεπα να ζυγώνει:
Εμάς τους δυο ψάχναν, αγάπη, εμάς τους δυο.”