Συνέντευξη με τον ποιητή Φίοντορ Κιρίλοφ
Αν με ρωτάς, αδιαφορώ αν υπάρχει θεός
είναι σαν να ψάχνεις τη μάνα σου να σε κρύψει
από τη νυκτερινή καταιγίδα.
Ζωή μετά θάνατον;
προτιμώ να βάλω σβώλους χώμα στα ρουθούνια μου
με μια καλή τζούρα, θα συνέλθω.
Τη νύχτα το σώμα με σέρνει στον τεκέ
σαν το δέντρο που διψά – να τί ξέρω εγώ –
αν θεό λες τη στριγκή εκτίναξη του δέρματος
αν θεό λες την εγκατάλειψη του γελοίου εφευρήματος
που βαφτίζεις εαυτό
αυτό – εγώ – το ξέρω.
Απάνω στην κόψη της ηδονής
τα ποιήματα στριμώχνονται εξαίσια στο χασαπόχαρτο,
ανάμεσα στις λαδιές
ανοίγουν δρόμο οι λέξεις
η μια κάτω απ’ την άλλη.
Ώσπου να τα μαζέψει στον κάδο ο σερβιτόρος
πριν φύγει χορεύοντας στη βροχή.
Ηρακλής Καλογερόπουλος

