Μετά από πολλά χρόνια αποφάσισα να βάψω το σπίτι. Δεν φτάνει που είμαι εγώ ένα ερείπιο, μη καταντήσω και το σπίτι σαν εμένα.
Τέλος πάντων, τι έλεγα;
Για το σπίτι έπρεπε να το φέρω πάνω-κάτω, να βαφτεί κάθε σπιθαμή, όχι όσα βλέπει η πεθερά.
Κάποιου άλλου η πεθερά, γιατί εγώ δεν έχω.
Και ποτέ μου δεν κατάλαβα αυτή τη παροιμία, τι εννοεί με το «όσα βλέπει η πεθερά».
Έχω ακούσει ότι εκείνες βλέπουν και πράγματα που δεν υπάρχουν.
Αχ, δεν θα βάλω ποτέ το μυαλό μου σε μια σειρά.
Ο Γιώργος, ο μπογιατζής — δηλαδή εννοώ ο ελαιοχρωματιστής — θα ξεκινούσε την προηγούμενη εβδομάδα.
Του ζήτησα να με βοηθήσει να μεταφέρουμε κάποια πράγματα μαζί, γιατί σε αυτό το σπίτι μόνη δεν έχω αξιωθεί πολλές φορές να κάνω αλλαγές.
Ένα καινούργιο τραπεζάκι πήρα και ακόμη σκοντάφτω. Φανταστείτε να έπρεπε, δηλαδή, να κάνω και μεγαλύτερες αλλαγές.
Αχ, πάλι αφαιρέθηκα.
Εκεί λοιπόν που μεταφέραμε κάποια πράγματα για να μπορεί ο άνθρωπος να βάψει κανονικά, βρήκα ένα μεγάλο καφέ κουτί.
Ιδέα δεν είχα πώς βρέθηκε εκεί.
Το ανοίγω και μέσα είχε μια ραπτομηχανή.
Η ραπτομηχανή της γιαγιάς μου. Η μάρκα της Mercedes.
Μαύρη, ακόμη γυαλιστερή, σαν να την είχε χρησιμοποιήσει πριν λίγο. Στα αριστερά είχε ένα μικρό ψαλίδι και ένα μικρό μαξιλαράκι με καρφίτσες.
Ο κύριος Γιώργος κάτι έλεγε, που δεν είχε καμία σημασία για εμένα.
Εκείνο το κουτί που άνοιξα ήταν σαν να γυρνούσα πίσω χρόνια πριν.
Είχα ξεχάσει πως η γιαγιά ήταν ράφτρα.
Της άρεσε, έλεγε, να διορθώνει και όχι να πετάει.
Κάθε τι αξίζει μια δεύτερη ή τρίτη ευκαιρία.
Άλλωστε τα μπαλώματα δίνουν χαρακτήρα.
Σκέφτομαι πόσα ρούχα είχε σώσει αυτό το μηχάνημα και πόσες ώρες είχε περάσει η γιαγιά μαζί του.
Δοκίμασα να την χρησιμοποιήσω. Δεν είχα ιδέα πώς λειτουργεί.
Και όμως, πώς να σας το πω… εκείνο το απόγευμα, μπροστά σε αυτή τη μηχανή, ευχήθηκα να ήμουν μία κοπέλα από εκείνες τις παλιές και να είχα ένα φόρεμα με τρύπες, που θα του έδινα μια ευκαιρία να με ζεσταίνει για κάποιο καιρό ακόμη.
Οι άνθρωποι φεύγουν και αφήνουν πίσω τις ιστορίες τους.
Πόσα πράγματα με έκανε να θυμηθώ, που δεν τα έζησα ποτέ.
