“Ήθελα να σου στείλω σ’ έναν φάκελο μια χούφτα θάλασσα μ’ αφρό.
Το χώμα που έπιασα, όταν κατάφερα να κολυμπήσω ως κάτω.
Και μόνο εσύ να βλέπεις τα λιτά μαλλιά,
μόνο εσύ να μάθεις, ποια στ’ αλήθεια έχω γίνει.
Όμως μου λείπεις πάλι στο τέλος της μέρας,
αφού προτίμησες ξανά, να ταΐσεις το τέρας.
Να χτίσεις ένα οχυρό, ν’ ανοίξεις μια λακούβα
κι εγώ να περιμένω να σωπάσει η αρκούδα,
κι όλες τις μέρες που τα χέρια μου σταυρώνω,
μπροστά στο φόβο μη σε σκότωσε βουρκώνω.Γι’ αυτό και έκλεψα, ότι επάνω σου αγαπώ.
Δανείστηκα μια θάλασσα και πίσω στην γυρίζω.
Κι αν τύχει και με δεις ξανά, εσένα θ’ αντικρίσεις,
από τα μάτια να κυλάς, χωρίς να με ρωτήσεις,
να είσαι σταγόνα στο χαρτί και κύματα στη σκέψη,
να είσαι ήσυχη δροσιά, τράβηγμα στην καρδιά μου,
δανείστηκες την πένα μου και πίσω δεν γυρίζεις
που έχεις φύγει από καιρό, το τέρας να ταΐσεις.Στο μαγαζί που ερχόσουνα τώρα το γράφω,
ούτε σε βλέπω, ούτε σε νιώθω, κι ούτε σε ακούω.
Και πάνω στο τειχάκι που κι οι δυο έχουμε υψώσει,
τις μάχες μου, τις λέξεις μου και τον εαυτό μου ησυχάζω.”
Η Αρκούδα, Σοφία Σταθάκη

Αναρτήθηκε σεΠοιήματα
