Κι όταν επιτέλους θα με αγαπήσω,
θα γίνω εκείνη η ήσυχη λίμνη,
που γύρω της τα δέντρα
θα λυσσομανάνε αθόρυβα …
και δεν θα σε ξεκουφαίνει
πια η φωνή μου,
γιατί δεν θα χρειάζεται πλέον να με ακούσει κανένας,
παρά το ίδιο μου το σώμα
που θα ανθίζει…
Και θα χαίρομαι
και θα ευγνωμονώ
τη μεγαλοσύνη του Θεού,
που μου έδωσε να καταλάβω
τη δύναμη του να αγαπάς
και ν’ αγαπιέσαι δίχως τον φόβο,
να λυπάσαι με λύπη καθαρή και ολόδικη,
να σκορπίζεσαι ολόγυρα
μα και να στρέφεσαι προς τη γη
με ευγνωμοσύνη,
να μετράς κάθε σου στιγμή,
ως ένα θαύμα ιερό,
να μεγαλώνεις
να μεγαλώνεις,
και να γεμίζει το σώμα
με αποδοχή.
Κι αν έχω έστω μιαν ευχή,
την στιγμή εκείνη…
δεν είναι άλλη,
παρά να ζωγραφίσω ένα παράθυρο
και όποτε με πνίγει η νοσταλγία,
όποτε με παρασέρνει η ανάμνηση εκείνη της δυσβάσταχτης νιότης,
να καθρεφτίζομαι μέσα του
παιδί.

