Και τώρα που αλλάζει πάλι ο καιρός;
Τι καταλάβαμε; Κρεμόμαστε από τα δέντρα όπως τα ώριμα φρούτα, λίγο πριν αγκαλιάσουν το χώμα. Στεκόμαστε έτοιμοι να λυσσάξουμε επάνω στο Καλοκαίρι και να βγάλουμε όλα μας τα απωθημένα στη φορά. Λες και όλες οι άλλες εποχές υστερούν σε πάθος και επανάσταση.
Πρώτη εγώ. Πρώτη. Καρτερώ το Καλοκαίρι σαν να είναι η τελευταία μου ελπιδα για βαθιά ελευθερία. Λες και θέλω να πιαστώ από τα ξεθωριασμένα του βότσαλα και να βρω σωτηρία στον πάτο της θάλασσας. Να αφήσω όλα μου τα βάρη στον παγωμένο βυθό και όσο θα μου κόβεται η ανάσα, θα βρίσκω τον τρόπο να φωνάζω «ξανά».
Τι τρέλα μας πιάνει κάθε μέσα Μαΐου;
Τι ανεξήγητη ηδονή και μόνο στη σκέψη της καμένης μούρης με την ενυδατική κρέμα αγκαζέ και τη χαρακτηριστική άμμο στα μαγιώ μας, που αφαιρώντας τα τελετουργικά, ανακαλύπτουμε ολόκληρες νησίδες.
Αν μπορούσα να λουστώ με άρωμα απο «φιδάκι», θα το έκανα. Φιδακί!
Απορώ όμως ρε γαμωτο και θυμώνω, λιγο.
Γιατί θυσιάζουμε έναν ολόκληρο μήνα περιμένοντας τις επόμενες 90 ημέρες; Γιατί θυσιάζουμε τη ζωή μας περιμένοντας γενικότερα;
Αφορμή αυτός ο δύσμοιρος Μάης. Που αν και έχει μια χάρη μαγική, μια μυστηριώδη γοητεία, γιατί κανένας μήνας δεν είναι τόσο άνοιξη κ καλοκαίρι μαζί – οριακά κολεξιόν, υπολειτουργεί και χρησιμοποιείται σαν βατήρας για να εκτοξευτούμε στο Καλοκαίρι με ανάποδη πιρουέτα.
Αν κάτι με έμαθαν οι δυο τελευταίοι Μάηδες της της ζωής μου, είναι να μην υποτιμάω καμία ημέρα του χρόνου. Κυρίως τις άσχημες. Εκείνες να ξέρετε, μας δίνουν περισσότερους πόντους στο διαγωνισμό της επιβίωσης.
Με έμαθαν επίσης, να μη θυσιάζω κανένα παρόν για αυτά που φαντάζομαι ότι θα έρθουν όταν ξημερώσει. Να ονειρεύομαι, με τα μάτια ανοιχτά. Να βυθιζομαι στο σήμερα, για να μπορώ να αναπνέω στο αύριο.
Σκέψου, μια θαρραλέα βουτιά.
Μάγδα Βαρούχα
