Σκέψεις, λέξεις που προσπαθείς να τις ελέγξεις, αλλά μπορείς να τις αντέξεις;
Πληγές που είχες να γιατρέψεις και δεν φαίνονταν, μα πώς να τις εκλέψεις;
Μέρες γιορτινές που η πλάση όλη γιορτάζει, της Άνοιξης καιρός ηδύς,
και ο Πουνέντης βοηθά, η βλάστηση θωριάζει, φύσηξε βοριάς δριμύς
και ένα-ένα σπίτι ανταριάζει.
Το τηλέφωνο χτυπά και η καρδιά καρδιοχτυπά,
Ένα νέο λαχταρά για μια λαλιά από μια μαμά.
Και αντ’ αυτού, σιγή ακού και μια βοή αντίλαλου
θα απλωθεί την Κυριακή τη γιορτινή, κοντή γιορτή θε να γεν(ν)εί.
Μα δεν εγένη και η μαμά σαν πεταλούδα θα πετά λευκή,σαν όμορφη Ψυχή
στο πέλαγο το λιβυκό μαζί με τον αγαπημένο αυτόν,
τον Έρωτα θεό θνητών, στον Άδη εκατέβη.
Ο Ζέφυρος την έφερε σε έναν ανθισμένο κήπο,
ζαλάδα είχε και έξαψη, απ’ τα άνθη και τα ρόδα
της Πασχαλιάς η μυρωδιά τη μέθυσε και πήγε σε ανάκτορο ονειρικό·
του Ποσειδώνα το βασίλειο’ θε να τη γοητεύσει,
και στο βυθό της θάλασσας να πάει να μετοικήσει
με τα κοράλλια και τους ύφαλους της θάλασσας σαν φύση,
την περιέργειά της ήγειρε για να ανακινήσει,
τον θησαυρό της θάλασσας να πάει και να γυρέψει
και ν’ ανταμώσει τελικά την ξακουστή Γοργόνα.
Γοργόνα εσύ της θάλασσας θεά, τα δίχτυα σου σαν ρίξεις τους ναύτες σαγηνεύεις
τον όλεθρο σκορπάς με μιας, σε ανεμοστρόβιλους γερούς τα πλοία περιπλέκεις·
σαν απαντάς στο διάβα σου την πλώρη κάποιου καραβιού,
θε να ρωτάς αυτοστιγμεί για τον τρανό αδελφό σου.
Μα εγώ δεν ξέρω να σου πω για τον Αλέξανδρό σου.
Εμάς μας ξέβρασε με μιας το κύμα στη στεριά σου,
το πλοίο μας βυθίστηκε και μας επήρε κάτω,
ναύτες, πληρώματα, γαμπρούς στη θάλασσα, όλα εντός της.
Για στάσου όμως, τώρα εγώ ρωτώ, τί γίναν τα παιδιά μου;
Δεν σε φοβούμαι πια Γοργώ, θωρώ σε πλέον στην όψη,
τρεις γλάρους βλέπω απέναντι, αντίκρυ στην ακτή σου
και μονομιάς αναθαρρώ, γνωρίζοντας για τη γριά, Εκάβη τ’ όνομά της,
πολύτεκνη, φιλόστοργη, γλυκιά μητέρα πάντων,
που τα μικρά μου τα παιδιά, ηθέ να περιθάλψει.
Πίνακας Ζωγραφικής Ναυάγιο, Ιβάν Αϊβαζόφσκι 1854

