📸: Discogs
Ο Νίκος Καββαδίας, ο ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων, γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910 και απεβίωσε στις 10 Φεβρουαρίου του 1975. Πολυταξιδεμένος και πολυγραφότατος, μέσα από την ποίηση του εξύμνησε την ελευθερία, τη δύναμη, την ανατροπή και αγαπήθηκε από το ευρύ κοινό -ευτυχώς!- μέσα από τις μελοποιήσεις του Θάνου Μικρούτσικου.
Εξαιτίας της γλώσσας που χρησιμοποιεί ο ποιητής (σε μεγάλο ποσοστό συναντάται ναυτική ορολογία), η μελοποίηση δεν αποτελεί εύκολο εγχείρημα. Είναι μάλιστα γνωστό, πως ακριβώς επειδή ο Καββαδίας θεωρούνταν «δυσνόητος», ο Θάνος Μικρούτσικος κατά τη δημοσίευση του Σταυρού του Νότου (1979), συνάντησε τη δυσπιστία ακόμα και του Αλέκου Πατσιφά!«Δεν πρόκειται να πουλήσει ούτε χίλια αντίτυπα!», είχε πει, κατά την πρώτη ακρόαση του δίσκου, όπως είχε αποκαλύψει χρόνια αργότερα ο ίδιος ο συνθέτης. Αλλά ακόμα και ο αδερφός του Ανδρέας Μικρούτσικος, -όπως αναφέρει ο Θάνος Μικρούτσικος στο βιβλίο «Ο Θάνος κι ο Μικρούτσικος, μια αυτοβιογραφία μέσα από 24 συναντήσεις», (εκδόσεις Πατάκη, 2011),- που έγραφε με ψευδώνυμο κριτικές δίσκων σε ένα μουσικό περιοδικό, έγραψε «Τι κρίμα για αυτόν τον συνθέτη να κυκλοφορήσει έναν τέτοιο δίσκο!». Ωστόσο ο δίσκος πούλησε συνολικά πάνω από 2 εκατ. αντίτυπα, και ο Θάνος Μικρούτσικος, δικαιώθηκε.
Εφτά χρόνια αργότερα, κυκλοφόρησε μία ακόμα μουσική δοκιμή πάνω στον Νίκο Καββαδία. Οι Ξέμπαρκοι, ενθαρρυμένοι από τη Δήμητρα Γαλάνη, τον Οκτώβριο του 1986 εκδίδουν το «S/S Ionion 1934» και ο δίσκος κυκλοφορεί από την Minos-EMI. Μολονότι δε γνώρισε την εμπορική επιτυχία των μελοποιήσεων του ποιητή από τον Θάνο Μικρούτσικο [Σταύρος του Νότου (1979), Γραμμές των Οριζόντων (1992)], το καλλιτεχνικό του αποτύπωμα είναι αδιαμφισβήτητο. Η προσπάθεια των Ηλία Αριώτη και Νότη Χασάπη και η πρωτοπορία τους τόσο στην επιλογή των ποιημάτων όσο και στις μελωδίες που συνέθεσαν, αφενός καταδεικνύουν τις πολλές διαστάσεις που έχει το κάθε ποίημα και αφετέρου αναδεικνύουν το έργο του Καββαδία από τη δική τους οπτική.
Κατά την προσωπική μου άποψη, είναι εξαιρετικές οι προσεγγίσεις στα Ἕνας δόκιμος στὴ γέφυρα ἐν ὥρᾳ κινδύνου, Αντινομία, William George Allum, A bord de l᾿ “Aspasia και φυσικά το Yara yara.
Ακολουθούν τα ποιήματα που συμπεριλαμβάνονται στο δίσκο!
Καλή ανάγνωση και καλή ακρόαση!
Καλή αντάμωση,
Ιωάννα 🙂
Ἕνας δόκιμος στὴ γέφυρα ἐν ὥρᾳ κινδύνου
Στὸ ἡμερολόγιο γράψαμε: «Κυκλὼν καὶ καταιγίς».
Ἐστείλαμε τὸ S.O.S μακριὰ σὲ ἄλλα καράβια,
κι ἐγὼ κοιτάζοντας χλωμὸς τὸν ἄγριον Ἰνδικὸ
πολὺ ἀμφιβάλλω ἂν φτάσουμε μία μέρα στὴ Μπατάβια.
Μὰ δὲ λυπᾶμαι μία σταλιὰν – Ἐμεῖς οἱ ναυτικοὶ
ἔχουμε, λένε, τὴν ψυχὴ στὸ διάολο πουλημένη.
Μία μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνὴ καὶ σκυθρωπή,
ποὺ χρόνια τώρα καὶ καιροὺς τὸ γιό της περιμένει.
Τὸ ξέρω πὼς ἡ θέση μας εἶναι ἄσχημη πολύ.
Ἡ θάλασσα τὴ γέφυρα μὲ κύματα γεμίζει,
κι ἐγὼ λυπᾶμαι μοναχὰ ποὺ δὲν μπορῶ νὰ πῶ
σὲ κάποιον, κάτι ποὺ πολὺ φριχτὰ μὲ βασανίζει.
Θεέ μου! Εἶμαι μοναχὰ δεκαεννιὰ χρονῶν,
κι ἔχω σὲ μέρη μακρινὰ πολλὲς φορὲς γυρίσει.
Θεέ μου! Ἔχω μίαν ἄκακη, μία παιδικὴ καρδιά,
ἀλλὰ πολὺ ἔχω πλανηθεῖ, κι ἔχω πολὺ ἁμαρτήσει.
Συχώρεσέ με … Κάποτες ὁπού ῾χα πιεῖ πολὺ
καὶ δὲν ἐκαταλάβαινα τὸ τί ἔκανα, στὸ Ἀλγέρι,
γιὰ μίαν μικρὴν Ἀράπισσα, ποὺ ἐχόρευε γυμνή,
ἐπέταξα κατάστηθα σὲ κάποιον τὸ μαχαίρι.
Συχώρεσέ με… Μία βραδιὰ θολὴ στὸ Σάντα Φέ,
καθὼς κάποια μὲ κράταγε σφιχτὰ στὴν ἀγκαλιά της,
ἐτράβηξα ἀπ᾿ τὴν κάλτσα της μία δέσμη ἀπὸ λεφτὰ
ποὺ ὅλη τὴ μέρα ἐμάζευεν ἀπ᾿ τὴν αἰσχρὴ δουλειά της.
Κι ἀκόμα, Κύριε… ντρέπομαι νὰ τὸ συλλογιστῶ,
(μὰ ἤτανε τόσο κόκκινα κι ὑγρὰ τὰ ὡραῖα του χείλια
καὶ κάποια κάπου ὁλόλυζε κιθάρα ἱσπανική…)
κοιμήθηκα μ᾿ ἕνα μικρὸν ἑβραῖο στὴ Σεβίλλια.
Κύριε… ἐτοῦτο τὸ κορμὶ τὸ τόσο ἁμαρτωλὸ
σὲ λίγο στὶς ὑδάτινες εἱρκτὲς νεκρὸ θὰ πέσει…
Μὰ τέσσερα ὅμως σκέφτομαι γαλόνια ἐγὼ χρυσὰ
κι ἕνα θλιμμένο δόκιμο, ποὺ δὲ θὰ τὰ φορέσει …
Μαραμπού (1933)
Αντινομία
Ο έρωτάς σου μια πληγή και τρεις κραυγές.
Στα κόντρα σκούζει ο μακαράς καθώς τεζάρει.
Θαλασσοκόρη του βυθού —χίλιες οργιές—
του Ποσειδώνα εγώ σε κέρδισα στο ζάρι.
Και σ’ έριξα σ’ ένα βιβάρι σκοτεινό
που στέγνωσε κι ξανεμίστηκε το αλάτι.
Μα εσύ προσμένεις απ’ το δίκαιον ουρανό
το στεριανό, το γητευτή, τον απελάτη.
Όταν θα σμίξεις με το φως που σε βολεί
και θα χαθείς μέσα σε διάφανη αμφιλύκη
πάνω σε πράσινο πετούμενο χαλί,
θα μείνει ο ναύτης να μετρά το άσπρο χαλίκι.
m/s Aquarius 1974
Τραβέρσο, Άγρα, Αθήνα 1994
Οι γάτες των φορτηγών
Οι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ’ τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.
Τα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι’ αυτούς σα μια γλυκιά γυναίκεια συντροφιά.
Είναι περήφανη κι οκνή,* καθώς όλες οι γάτες,
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό·
κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
πως αναλύεται σ’ ένα αργό και ηδονικό σπασμό.
Στο ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει
κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι’ αυτό·
κι όταν αργά και ράθυμα* στα μάτια τους κοιτάζει,
θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.
Της έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,*
για του σιδέρου την κακήν αρρώστια* φυλαχτό,
χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να την φυλάξουν απ’ το μαύρο θάνατο μ’ αυτό.
Γιατί είναι τ’ άγρια μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο τα τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σ’ ένα σημείο κοιτώντας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.
Λίγο πριν απ’ το θάνατο από τους ναύτες ένας,
-αυτός οπού ‘δε πράματα στη ζήση του φριχτά-
χαϊδεύοντάς την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
κι ύστερα μες στη θάλασσα την άγρια την πετά.
Και τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά* η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουμε θερμή γυναίκα αγαπητή.
Μαραμπού (1933)
Πούσι
Έπεσε το πούσι αποβραδίς
το καραβοφάναρο χαμένο
κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μες στην τιμονιέρα να με δεις.
Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί,
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου.
Κάτου στα νερά του Port Pégassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή.
Μας παραμονεύει ο θερμαστής
με τα δυο του πόδια στις καδένες.
Μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες
με την τρικυμία· θα ζαλιστείς.
Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
κι είν’ αλάργα τόσο η Τοκοπίλα.
Από να φοβάμαι και να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπίλα.
Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.
Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ’ είδες·
έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ’ απ’ τις Εβρίδες.
Πούσι (1947)
Οἱ προσευχὲς τῶν ναυτικῶν
Στὸν Θανάση Καραβία
Οἱ Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτοῦ νὰ κοιμηθοῦν,
βρίσκουν στὴν πλώρη μία γωνιὰ ποὺ δὲν πηγαίνουν ἄλλοι
κι ὥρα πολλὴ προσεύχονται, βουβοί, γονατιστοὶ
μπρὸς σ᾿ ἕνα Βούδα κίτρινο ποὺ σκύβει τὸ κεφάλι.
Κάτι μακριὰ ὡς τὰ πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οἱ ὠχροκίτρινοι μικροὶ κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε μὲ τὴν ψιλὴ φωνή τους προσευχὲς
κοιτάζοντας μία χάλκινη παγόδα ποὺ καπνίζει.
Οἱ Κούληδες μὲ τὴ βαριὰ ὠχροκίτρινη μορφὴ
βαστᾶν σκυφτοὶ τὰ γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οἱ Ἀράπηδες σιγοκουνᾶν τὸ σῶμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ἐνάντια τοῦ θανάτου.
Οἱ Εὐρωπαῖοι τὰ χέρια τους κρατώντας ἀνοιχτά,
ἐκστατικὰ προσεύχονται γεμάτοι ἀπὸ ἱκεσία,
καὶ ψάλλουνε καθολικὲς ᾠδὲς μουρμουριστά,
ποὺ ἐμάθαν ὅταν πήγαιναν μικροὶ στὴν ἐκκλησία.
Καὶ οἱ Ἕλληνες, μὲ τὴ μορφὴ τὴ βασανιστική,
ἀπὸ συνήθεια κάνουνε, πρὶν πέσουν, τὸ σταυρό τους
κι ἀρχίζοντας μὲ σιγανὴ φωνὴ «Πάτερ ἡμῶν…»
τὸ μακρουλὸ σταυρώνουνε λερὸ προσκέφαλό τους.
Μαραμπού (1933)
Γράμμα ενός αρρώστου
Φίλε μου Αλέξη, το ‘λαβα το γράμμα σου·
και με ρωτάς τι γίνομαι, τι κάνω;
Μάθε, ο γιατρός πως είπε στη μητέρα μου
ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνω…
Είναι καιρός όπου έπληξα, διαβάζοντας
όλο τα ίδια που έχω εδώ βιβλία,
κι όλο εποθούσα κάτι νέο να μάθαινα
που να μου φέρει λίγη ποικιλία.
Κι ήρθεν εχθές το νέο έτσι απροσδόκητα
– σιγά ο γιατρός στο διάδρομο εμιλούσε –
και τ’ άκουσα. Στην κάμαρα εσκοτείνιαζε
κι ο θόρυβος του δρόμου εσταματούσε.
Έκλαψα βέβαια, κάτω απ’ την κουβέρτα μου.
Λυπήθηκα. Για σκέψου, τόσο νέος!
Μα στον εαυτό μου αμέσως υποσχέθηκα
πως θα φανώ, σαν πάντοτε, γενναίος.
Θυμάσαι, που ταξίδια ονειρευόμουνα
κι είχα ένα διαβήτη κι ένα χάρτη
και πάντα για να φύγω ετοιμαζόμουνα
κι όλο η μητέρα μου ‘λεγε: Το Μάρτη…
Τώρα στο τζάμι ένα καράβι εσκάρωσα
κι ένα του Μαγκρ στιχάκι έχω σκαλίσει:
«Τι θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη!»
Κι εγώ για ένα ταξίδι έχω κινήσει.
Να πεις σ’ όλους τους φίλους χαιρετίσματα,
κι αν τύχει ν’ απαντήσεις την Ελένη,
πως μ’ ένα φορτηγό -πες της- μπαρκάρισα
και τώρα πια να μη με περιμένει…
Αλήθεια! Ο Χάρος ήθελα να ‘ρχότανε
σαν ένας καπετάνιος να με πάρει
χτυπώντας τις βαριές πέτσινες μπότες του
κι ένα μακρύ τσιμπούκι να φουμάρει.
Αλέξη, νιώθω τώρα πως σ’ εκούρασα.
Μπορεί κιόλας να σ’ έκαμα να κλάψεις.
Δε θα ‘βρεις, βέβαια, λόγια για μι’ απάντηση.
Μα δε θα λάβεις κόπο να μου γράψεις…
Μαραμπού (1933)
Θεσσαλονίκη II
Στη Mυρτώ Kουμβακάλη
Tράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Xορτιάτης
κι’ ακόντιζε μηνύματα με κόκκινη βαφή.
Γραφή από τρεις και μούγινες μοτάρι και καρφί.
Mε έριχνε η Tούμπα, σε διπλό κρεβάτι, τα χαρτιά της.
Tη μάκινα για τον καπνό και το τσιγαροχάρτι
την έχασες, την ξέχασες, τη χάρισες αλλού.
Ήτανε τότε που έσπασε το μεσιανό κατάρτι.
Tα ψέματα του βουτηχτή, του ναύτη, του λωλού.
Kαι τί δεν έχω υποσχεθεί και τί δεν έχω τάξει,
μα τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνώ
―της Άγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι―
και τα θυμάμαι μόλις δω αναθρώσκοντα καπνό.
Tο δαχτυλίδι πούφερνα μου τόκλεψε η Oράγια.
Tον παπαγάλο ― μάδησε κι’ έπαψε να μιλεί.
Aς εκατέβαινε έστω μια, στο βίρα, στα μουράγια,
κι’ ας κοίταζε την άγκυρα μονάχα, που καλεί.
Tίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει, ―
έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά.
Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά.
Eμούτζωσε τη θάλασσα και τήνε κατουράει.
Tης Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι.
Nα μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.
Kι’ αν κάποια στην Kαλαμαριά πουκάμισο μου ράβει,
μπορεί να ρθώ απ’ τα πέλαγα με τη φυρονεριά.
Tραβέρσο, (Ίκαρος 1979)
Καραντί
«Στο κορίτσι από το Βόλο»
Μπάσες στεριές ήλιος πυρρός και φοινικιές
ένα πουλί που ακροβατεί στα παταράτσα
γνέφουνε δυο στιγματισμένα μαύρα μπράτσα
που αρρώστιες τα `χουνε τσακίσει τροπικές.
Παντιέρα κίτρινη σινιάλο του νερού
φούντο τις δυο και πρίμα βρέξε το πινέλο
τα δυο φανάρια της νυκτός κι ο Πιζανέλο
ξεθωριασμένος απ’ το κύμα του καιρού.
Το καραντί… Tο καραντί θα μας μπατάρει
σάπια βρεχάμενα τσιμέντο και σκουριά
από νωρίς δεξιά στη μάσκα την πλωριά
κοιμήθηκεν ο καρχαρίας που πιλοτάρει.
Όρντινα δίνει ο παπαγάλος στον ιστό
όπως και τότε απ’ του Κολόμπου την κουκέτα
χρόνια προσμένω να τυλίξεις τη μπαρκέτα
χρόνια προσμένω τη στεριά να ζαλιστώ.
Φωτιές ανάβουνε στην άμμο ιθαγενείς
κι αχός μας φτάνει καθώς παίζουν τα όργανά τους
της θάλασσας κατανικώντας τους θανάτους
στην ανεμόσκαλα σε θέλω να φανείς.
Φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά στο στόμα φύκια
έτσι ως κοιμήθηκες για πάντα στα βαθιά
κατάστιχτη πελεκημένη απο σπαθιά
διπλά φορώντας των Ίνκας τα σκουλαρίκια.
«Πούσι» (1947)
William George Allum
Ἐγνώρισα κάποια φορὰ σ᾿ ἕνα καράβι ξένο
ἕναν πολὺ παράξενο Ἐγγλέζο θερμαστή,
ὅπου δὲν μίλαγε ποτὲ κι οὔτε ποτὲ εἶχε φίλους
καὶ μόνο πάντα ἐκάπνιζε μία πίπα σκαλιστή.
Ὅλοι ἔλεγαν μία θλιβερὴ πὼς εἶχε ἱστορία
κι ὅσοι εἶχαν στὸ στόκολο μὲ δαῦτον ἐργαστεῖ
ἔλεγαν ὅτι κάποτες, ἀπ᾿ τὸ λαιμὸ ὡς τὰ νύχια,
εἶχε σὲ κάποιο μακρινὸ τόπο στιγματιστεῖ.
Εἶχε στὰ μπράτσα του σταυρούς, σπαθιὰ ζωγραφισμένα,
μία μπαλαρίνα στὴν κοιλιά, ποὺ ἐχόρευε γυμνὴ
κι ἀπὰ στὸ μέρος τῆς καρδιᾶς στιγματισμένη εἶχε
μὲ στίγματ᾿ ἀνεξάλειπτα μίαν ἄγρια καλλονὴ …
Κι ἔλεγαν ὅτι τὴ γυναίκα αὐτὴ εἶχε ἀγαπήσει
μ᾿ ἄγριαν ἀγάπη, ἀκράτητη, βαθιὰ κι ἀληθινὴ
κι αὐτὴ πὼς τὸν ἀπάτησε μὲ κάποιο ναύτη Ἀράπη
γιατὶ ἤτανε μία ἀναίσθητη γυναίκα καὶ κοινή.
Τότε προσπάθησε αὐτὸς νὰ διώξει ἀπὸ τὸ νοῦ του
τὴν ξωτικὴ ποὺ ἀγάπησε, τόσο βαθιά, ὀμορφιὰ
κι ἀπὸ κοντά του ἑξάλειψεν ὅ,τι δικό της εἶχε,
ἔμεινεν ὅμως στῆς καρδιᾶς τὴ θέση ἡ ζωγραφιά.
Πολλὲς φορὲς στὰ σκοτεινὰ τὸν εἴδανε τὰ βράδια
μὲ βότανα στὸ στῆθος του νὰ τρίβει, οἱ θερμαστὲς …
Τοῦ κάκου, γνώριζε αὐτὸς – καθὼς τὸ ξέρουμ᾿ ὅλοι –
ὅτι τοῦ Ἀννὰμ τὰ στίγματα δὲν βγαίνουνε ποτὲς …
Κάποια βραδιὰ ὡς περνούσαμε ἀπὸ τὸ Bay of Bisky
μ᾿ ἕνα μικρὸ τὸν βρήκανε στὰ στήθια τοῦ σπαθί.
Ὁ πλοίαρχος εἶπε: «Θέλησε τὸ στίγμα του νὰ σβήσει»
καὶ διάταξε στὴ θάλασσα τὴν κρύα νὰ κηδευτεῖ.
~
Μαραμπού (1933)
A bord de l᾿ “Aspasia
Ταξίδευες κυνηγημένη ἀπὸ τὴ μοίρα σου
γιὰ τὴ κατάλευκη μὰ πένθιμη Ἑλβετία,
πάντα στὸ deck, σὲ μία σαὶζ-λὸγκ πεσμένη, κάτωχρη
ἀπ᾿ τὴ γνωστὴ καὶ θλιβερότατη αἰτία.
Πάντοτε ἀνήσυχα οἱ δικοί σου σὲ τριγύριζαν,
μὰ ἐσὺ κοιτάζοντας τὰ μάκρη ἀδιαφοροῦσες.
Σ᾿ ὅτι σοῦ ῾λεγαν πικρογέλαγες, γιατ᾿ ἔνιωθες
πὼς γιὰ τὴ χώρα τοῦ θανάτου ὁδοιποροῦσες.
Κάποια βραδιά, ποὺ ἀπὸ τὸ Στρόμπολι περνούσαμε
εἶπες σὲ κάποιον γελαστή, σὲ τόνο ἀστείου:
«Πῶς μοιάζει τ᾿ ἄρρωστο κορμί μου, καθὼς καίγεται,
μὲ τὴν κορφὴ τὴ φλεγόμενη τοῦ ἡφαιστείου!»
Ὕστερα σ᾿ εἶδα στὴν Μαρσίλια σὰν ἐχάθηκες
μέσα στὸ θόρυβο χωρὶς νὰ στρέψεις πίσω.
Κι ἐγώ, ποὺ μόνο τὴν ὑγρὴ ἔκταση ἀγάπησα,
λέω πὼς ἐσένα θὰ μποροῦσα ν᾿ ἀγαπήσω.
(Μαραμπού 1933)
Yara yara
Καθώς αποκοιμήθηκες φύλαγε βάρδια ο κάβος.
Σε σπίτι μέσα, ξέχασες προχτές το φυλαχτό.
Γελάς, μα εγώ σε πούλησα στο Rio για δυο centavos
κι απέ σε ξαναγόρασα ακριβά στη Βηρυτό.
Με πορφυρό στα χείλη μου κοχύλι σε προστάζω.
Στο χέρι το γεράκι σου και τα σκυλιά λυτά.
Απάνωθέ μου σκούπισε τη θάλασσα που στάζω
και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά.
Κούκο φορούσες κάτασπρο μικρός και κολαρίνα.
Ναυτάκι του γλυκού νερού.
Σε πιάνει μην το πεις αλλού σαν γάτα η λαμαρίνα
Και σε σαστίζει ξαφνικό προβέτζο του καιρού.
Το ντύμα πάρε του φιδιού και δος μου ένα μαντίλι.
Εγώ, και σ’ έγδυσα μπροστά στο γέρο Τισιανό.
Βίρα, Κεφαλλονίτισσα, και μάινα το καντήλι.
Σε λόφο γιαπωνέζικο κοιμάται το στερνό.
Σου πήρα από τη Νάπολη μια ψεύτικη καμέα
κι ένα κοράλλι ξέθωρο μαζί.
Πίσω απ’ το φριγκορίφικο στην άδεια προκυμαία
Έβενος, γλώσσα της φωτιάς, στο βάθος κρεμεζί.
Φώτα του Melbourne. Βαρετά κυλάει ο Yara Yara
ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά,
φέρνοντας προς το πέλαγος, χωρίς να δίνει δυάρα,
του κοριτσιού το φίλημα, που στοίχισε ακριβά.
Γερά την ανεμόσκαλα. Καφέ για τον πιλότο.
Λακίζετε, αλυσόδετοι του στεριανού καημού.
Και σένα, που σε κέρδισα μιανής νυχτιάς σε λότο,
σμίγεις και πας με τον καπνό του γκρίζου ποταμού.
Μια βάρκα θέλω, ποταμέ, να ρίξω από χαρτόνι,
όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές.
Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; Ματώνει, δε σκοτώνει.
Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές.
Τραβέρσο (1975)
