Ήταν ένα σκοτωμένο κορίτσι,
που καθόταν ήσυχα στην άκρη του δρόμου,
μα καθώς περνούσα αμέριμνος,
μου έγνεψε με το βλέμμα της
σα να με κορόιδευε:
-Εσύ, μου είπε,
που περπατάς με το χαμόγελο στα χείλη,
άραγε πόσους ανθρώπους σκότωσες σήμερα
με την αδιαφορία σου;
Και ήταν σαν να με έφτυνε
από απαξίωση και σιχασιά…
Τότε εγώ βάδισα γρηγορότερα μπροστά,
αλλά τα μάτια της μου έκαιγαν την πλάτη:
-Σε πόσα νεκροταφεία πάτησες σήμερα με τα γυαλισμένα παπούτσια σου;
μου φώναξε,
-Πόσες φέτες ψωμιού έφαγες
ενώ τα αδέλφια μου λιμοκτονούσαν;
Και όσο μιλούσε
οι κοροϊδευτικές φωνές πλήθαιναν,
σαν να φτεροκοπούσαν μέσα της κι άλλα νεκρά παιδιά…
«Κατάλαβες τώρα;»
μου μιλούσε για το δίκαιο,
με τσαλαπατούσε με την αλήθεια της
γι’αυτό κι εγώ
την σκότωσα ξανά.
Κι εκείνη, Θεέ μου,
σφήνωσε με πείσμα μέσα
στην καρδιά μου
και δεν βγαίνει άλλο πια:
«Άραγε,
πόσους θα σκοτώσεις αύριο;»
με ρωτά…
Μάρα Μπολανάκη

