Το τρίτο βραβείο ποίησης για φέτος απονέμεται στον Μιχαήλ Τζομάκα για το ποίημα «Το γέλιο του πατέρα».
ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
Το πρόσωπο σου ανέκφραστο, αγέλαστο πια
Μαχαίρι κοφτερό στο ψωμί της μνήμης.
Θυμάμαι παιδί, τραβούσα τα γένια και το μουστάκι σου
Να κερδίσω το γέλιο σου με το παιδικό το νάζι.
Δυνάμωνε το ασθενικό κορμάκι μου,
Ψήλωνα στο μπόι της γελαστής θωριάς σου…
Πώς έσβησε με το χρόνο το γέλιο σου;
Πού βυθίστηκαν τα μάτια μας νοσταλγώντας;
Πού χάθηκαν οι στιγμές που ζήσαμε;
Φώτα σβηστά σε αδιέξοδη λεωφόρο.
Οδηγούμε μπροστά μα ξωπίσω μας σκοτάδι,
Μόνο κάτι πυγολαμπίδες αστράφτουν πάνω στις λάμπες
Και στο οδόστρωμα καύτρες αποτσίγαρων .
Κάποτε γελούσαμε πατέρα…
Τώρα βάρυνε το στήθος μας.
Τώρα οι ρυτίδες μας έγιναν πληγές.
Και τα τραγούδια μας λησμονημένα στο ραδιόφωνο.
Κι όμως τα χέρια μας αγγίζουν ακόμη τρυφερά
Και το κορμί έχει τη δική του μνήμη…
Να σ’ αγκαλιάσω, να πειράξω το μουστάκι σου,
Ίσως να δω το γέλιο σου ξανά!
Μιχαήλ Τζομάκας

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Γεννήθηκε ένα φθινοπωρινό απόγευμα του 1975 στη Φυρτ, μια μικρή πόλη της Βαυαρίας, ως δευτερότοκος γιος οικογένειας μεταναστών. Ίσως γι’ αυτό, όπως ο ίδιος αναφέρει, μέσα του είναι έμφυτη η γλυκιά μελαγχολία του φθινοπώρου και η ενδόμυχη νοσταλγία για ό,τι και όσους αισθάνεται ως πατρίδα, όταν βρίσκεται μακριά τους.
Μεγάλωσε στους Φιλιάτες, μια μικρή κωμόπολη της Θεσπρωτίας, που –παρά τα στενά της όρια– στάθηκε μεγάλο σχολείο ζωής, διδάσκοντάς του να έχει πάντοτε το βλέμμα στραμμένο σε ανοιχτούς ορίζοντες.
Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γηριατρική. Εδώ και δεκαπέντε χρόνια ασκεί το λειτούργημα του ιατρού με σεβασμό και αγάπη για τον άνθρωπο, θεραπεύοντας σώμα και ψυχή.
Η δική του ψυχή βρίσκει θαλπωρή και ούριο άνεμο στην ποίηση — άλλοτε διαβάζοντας, άλλοτε απλώς νιώθοντας, ανάλογα με το πώς αγγίζουν και κοιτούν οι άνθρωποι, πώς φυσά ο άνεμος και πού σκορπά τα φύλλα στο διάβα του. Για εκείνον, η ποίηση είναι ο μόνος τρόπος να μεταφραστεί η γεωσμίνη της απαλής βροχής, οι ρόδινες ανταύγειες του λιογέρματος και το αδιάκοπο βαθύ χτυποκάρδι που ζητά να φτερουγίσει και να ελευθερωθεί μέσα από τους στίχους.

