Ονειρεύτηκα πως ήμουν
ένα σπίτι με ανοιχτά παράθυρα,
να μπαίνει μέσα το γιασεμί
και να ανασαίνει απ’ το δέρμα μου,
ψηλά αγριόχορτα να μεγαλώνουν γύρω μου
και να με αγκαλιάζουν,
να μην υπάρχει περίφραξη,
αλλά να απλώνεται ένας κήπος και ένα μονοπάτι να χάνεται στο βάθος,
όλα να οδηγούν πάλι
σε ατέρμονη χαρά
και άγνωστες ευτυχίες…
Τα κελαηδήματα να είναι πληθωρικά και τα κλαδιά να προσφέρουν τον ίσκιο τους στις γωνιές μου,
ο ήλιος να παιχνιδίζει στα σκοτεινά δωμάτια
κι εκεί στο μικρό μου υπόγειο…
βιβλία
πολλά βιβλία, χιλιοδιαβασμένα,
με τσακισμένες σελίδες και μυρωδιές ανθρώπων…
Ελάτε, μπείτε, διαβάστε φωναχτά,
απλώστε τα σώματά σας
στο γερασμένο μου πάτωμα,
ζεστάνετε τις ζωές σας με τις ιστορίες τους.
Ονειρεύτηκα πως ήμουν ένα σπίτι
και οι άνθρωποι δεν ρωτούσαν,
δεν κατέστρεφαν,
δεν κλωτσούσαν την ύπαρξή μου
παρά την δέχονταν όπως ήταν
και άφηναν μέσα μου κάθε τους σκέψη και όνειρο να στροβιλίζεται,
να αιωρείται και να γίνεται πολύχρωμο πουλί
και μέρα με τη μέρα τους πλάνευα στωικά,
τους καταβρόχθιζα,
τους χώνευα
και τους έκαμα βιβλία.
Μάρα Μπολανάκη

