Ακούω την τρυφερή φωνούλα
και ριγώ,
μα ήταν πολύ αργά για να ξυπνήσω.
κ’ ύστερα… τι να του πω.
Ένιωσα τα ακροδάχτυλά του
να με ψηλαφούν προσεκτικά,
εκεί, στο μέρος που βαραίνει η καρδιά,
για να μου πάρουν τους κρυφούς λυγμούς,
ζεστά, μικρά χεράκια:
«μαμά με ακούς;;»
Ένα δάκρυ δεν το κρατάω και κυλά…
μου το σκουπίζει εκείνο το χεράκι απαλά.
σκέφτομαι μες στο όνειρο,
πώς να το ονομάσω,
φοβάμαι πως είναι πια αργά,
βιάζομαι να προφτάσω.
Κάπου χωμένα
σε ένα ράφι μας προσμένουν,
η ροζ πιπίλα κι ένα κίτρινο μολύβι,
να μου θυμίζουν
όλα αυτά που καρτερούσα,
το πιο αγνό
μα ανεκπλήρωτο ταξίδι.
Άγραφα χρόνια,
δίχως λέξεις να στολίζουν την σιωπή
κι ένα χεράκι έρχεται τώρα,
την ώρα που μισοκοιμάμαι
και μου χαϊδεύει ντροπαλά,
την πιο βαθιά πληγή.
«Μαμά με ακούς; Συγγνώμη»
«Γιατί παιδί μου;;» το ρωτώ
Και αμέσως συγκινήθηκα,
«Μαμά, συγγνώμη σου ζητώ,
που δεν γεννήθηκα.»
