Του Κριστιάν Νίρκα

-Ξερεις, οι Σειρήνες, ειναι πολύ παρεξηγημένα πλάσματα.
-Γιατι το λες αυτό;
-Μα να επειδή το μόνο που θέλουν είναι οι άνθρωποι να ακούσουν το τραγούδι τους. Μόλις αυτοί παύουν να το ακούνε, αυτές γυρνάνε λυπημένες και φεύγουν.

 

Θυμάμαι σαν αυτό να μου είπε γλυκά και χαμηλόφωνα. Δεν νομίζω να μιλούσαμε για τις Σειρήνες όμως. Είναι σπάνιο το χάρισμα της ακοής. Το να σε καταλάβουν, να γίνεις αντιληπτός, να σε νιώσουν χωρίς να σε κρίνουν, είναι μια υποτιμημένη πολυτέλεια.

Να ακούσουν, όχι μόνο τα λόγια σου, μα να ακούσουν τις σκέψεις σου, τις σιωπές σου, τα χαμόγελα, τα δάκρυά σου, πρέπει να είναι έτοιμοι να σηκώσουν το βάρος του κόσμου σου στις πλάτες τους, και αν χρειαστεί, να το κρατήσουν. Να το κρατήσουν για όσο χρειαστεί.

Οι πλάτες των θνητών όμως είναι αδύναμες. Θα σπάσουν στο βάρος ενός και μόνο τραγουδιού. Ακόμα πιο αδύναμα είναι τα μάτια των περισσότερων ανδρών, θα χάσουν το μυαλό τους με την πρώτη νότα. Θα σπάσουν. Πόσο μάλλον στην ωμότητα του πόνου, στην γεωμετρία της απόγνωσης και στην τελειότητα του χάους που κρύβουν μέσα τα τραγούδια αυτών των θεοτήτων.

Οι Σειρήνες τότε αν θες, είναι αδικημένα πλάσματα που τους δέρνει μια βαριά κατάρα: να περιμένουν στους αιώνες ναυαγούς στο μπόι του Οδυσσέα, ν’ακούσουν τη φωνή τους.

Έτσι, μένουν σιωπηλές στη μοναξιά τους, και σκοτώνουν όσους δεν έχουν μάθει να ακούνε.