Είδα έναν άνθρωπο να πέφτει απ’τον ουρανό. Συνήθως βλέπουμε τ’αστέρια να πέφτουν από εκεί κάποιο βράδυ, που διαφέρει από τ’άλλα βράδια. Τότε όμως ήταν μέρα, ίδια με όλες τις υπόλοιπες ημέρες, όταν είδα έναν άνθρωπο να πέφτει απ’τον ουρανό.

Μην με ρωτάς γιατί. Μάλλον έτσι έπρεπε να γίνει. Κάποιοι νιώθουν να πετούν καθώς πέφτουν, έστω και για λίγο, γίνονται πουλιά: ανάλαφρα- ελεύθερα.

Στη γη είχε μαζευτεί πλήθος. Όλοι να δουν τον άνθρωπο που έπεφτε από τον ουρανό. Δεν βλέπεις κάθε μέρα κάτι τόσο όμορφο, τόσο άψογο, τόσο απόλυτο. Φόβος στα μάτια τους.

(-Και στα δικά του;)

Δεν ξέρω, δεν είδα. Ένα σώμα μόνο παραδομένο στην βάναυση ταχύτητα της φυγής. Μακάρι να’ταν άγγελος ή έστω δαίμονας. Μακάρι να είχε στη πλάτη του ραμμένα φτερά, λευκά ή μαύρα. Θα έπεφτε πιο αργά. Θα τον βλέπαμε για ώρα. Όμως ήταν απλώς ένας άνθρωπος, κι όλα τελείωσαν γρήγορα. Απογοητευτικό. Τόση φασαρία για το τίποτα.

Ώσπου πλησίασα και τον είδα. Δεν είχαν μείνει πολλά απ’το διαμελισμένο κορμί του. Μέρη του σώματός του ήταν διασκορπισμένα, και αίματα. Αίματα παντού. Ποιος να’ξερε ότι χωράμε τόσο αίμα. Αλλά το πρόσωπό του… το πρόσωπο του παραδόξως είχε επιβιώσει της σύγκρουσης. Και ήταν γαλήνιο. Ήταν  ήρεμο σαν τα νερά μιας λίμνης, την πιο όμορφη ημέρα του καλοκαιριού. Σχεδόν χαρούμενο, λες και το φίλησε η ομορφότερη νεράιδα των ονείρων του. Ατάραχο σαν να το είχε χαϊδέψει η πιο γλυκιά μελωδία. Κι όλοι καθώς τον κοιτούσαν λυπημένοι, χαμογέλασα. Ήξερα πως ήταν απ’όλους μας, πολύ πιο ζωντανός.

Κριστιάν Νίρκα