Χριστίνα Γιαβάσογλου 

Ο Καζαντζάκης είναι από τους πλέον διαβασμένους, μεταφρασμένους και αναγνωρισμένους Νεοέλληνες συγγραφείς. Ανήσυχος, πολυγραφότατος, με συγγραφικά έργα που καλύπτουν σχεδόν όλο το φάσμα των λογοτεχνικών ειδών: μυθιστορήματα, ποίηση, δοκίμιο, ταξιδιωτικά διηγήματα, σενάρια, μεταφράσεις. Το ενδιαφέρον για τον καζαντζακικό λόγο δεν έχει πτοηθεί εδώ και δεκαετίες˙ τα έργα ζωντανεύουν στο πανί, ανεβαίνουν στο σανίδι, γίνονται κτήμα Ελλήνων και ξένων αναγνωστών. O Bien άλλωστε υποστηρίζει πως ο Ν.Κ. θα συνεχίσει να διαβάζεται ακόμα και τον 22ο αιώνα. Ακόμα και η πρόσφατη εμπορική επιτυχία της βιογραφικής ταινίας του Σμαραγδή, παρά τις όποιες ατέλειές της, υποδεικνύει πως το φαινόμενο Καζαντζάκης, με το ανήσυχο πνεύμα, την πολυτάραχη ζωή από χώρα σε χώρα και τη γραφίδα που έμελλε να σκιαγραφήσει με τον αρτιότερο τρόπο τον Άνθρωπο, τις δυνάμεις και αδυναμίες του, είναι ζωντανό και μάλιστα ακμάζον.

Το «Συμπόσιον», μαζί με την ασφαλώς δημοφιλέστερη «Ασκητική» , καταδεικνύουν και καθιστούν σαφή και στον πλέον αμύητο στο καζαντζακικό έργο, την βαθειά θρησκευτικότητα του Ν.Κ., πέρα από δογματισμούς και σύνορα, την γνήσια και αμόλυντη σχέση του με τον Θεό, όχι μόνο στη βιβλική του διάσταση, αλλά κυρίως σαν ανώτερη αξία που διαπερνά τον ανθρώπινο βίο. Είναι ίσως η καλύτερη απάντηση σε εκείνους που θα χαίρονταν τον αφορισμό του και το εμπάργκο των έργων του, κατηγορώντας τον για «προκλητική αθεΐα» και «αντεθνικό πνεύμα». Τα δύο έργα, συνεγράφησαν σχεδόν παράλληλα το 1922, γεγονός που δικαιολογεί την συναφή τους θεματική, και αποκαλύπτει τις εσωτερικές αναζητήσεις του συγγραφέα τη συγκεκριμένη περίοδo.

Η Ασκητική, ασχολείται με την ανακάλυψη ενός προσωπικού θεού, την ανακάλυψη των ορίων του ανθρώπινου πνεύματος μέσω μίας πίστης ωμής, πρωτόγονης σχεδόν, που ο πιστός έχει ουσιαστική υπόσταση και ευθύνη. Είναι μία κραυγή για αγώνα, μια προτροπή για εγρήγορση και ένας ύμνος στις δυνατότητες του Πνεύματος να κατισχύσει της Ύλης, με φανερή την επήρεια του Φ.Νίτσε να διαποτίζει τις σελίδες του βιβλίου. Παράλληλα, στην Ασκητική, ο Καζαντζάκης δημιουργεί τον δεκάλογο των αξιών που οφείλει να κατακτήσει ο άνθρωπος (πάντα με τον σκληρό αγώνα που σημαδεύει την σκέψη και την πράξη του Ν.Κ. ) για να φανεί αντάξιος ενός ανώτερου θεού.

ασκητική.jpg

Απόσπασμα από την Ασκητική 

Το Συμπόσιον από την άλλη, μικρότερο σε έκταση, διαχειρίζεται το «θείο» με ένα τόνο εξομολογητικό. Παρουσιάζονται οι σκέψεις και τα βιώματα του Καζαντζάκη στην πορεία της αναζήτησης της προσωπικής του πίστης, και της νοηματοδότησης των ανώτερων προσώπων του χριστιανισμού. Θα μπορούσε να καταταχτεί στα στοχαστικά δοκίμια, μιας και ο γράφων επιχειρεί να ερμηνεύσει την ουσιώδη σχέση του ανθρώπου με το θεό, αλλά και τους τρόπους η πλησιασθεί η θεότητα μέσω της άσκησης. Το Συμπόσιο δεν έχει τον προστακτικό τόνο της Ασκητικής, προσεγγίζει τη θεότητα πιο προσωπικά, πιο ευάλωτα, πιο ανθρώπινα.

simposio_1971.jpg

Ας παραμείνουμε όμως στο Συμπόσιο, το οποίο εθεωρείτω και από τον ίδιο τον συγγραφέα χαμένο μετά την συγγραφή του, ενώ βρέθηκε τυχαία μετά τον θάνατό του, πιθανώς στο γραμματοκιβώτιο του πατέρα του. Αυτός είναι και ο λόγος που το έργο δεν συνάντησε το αναγνωστκό κοινό, μέχρι το 1971, που εκδίδεται από τον οίκο Ελένης Καζαντζάκη, σε φιλολογική επιμέλεια Εμμ. Κάσδαγλη. Ο τίτλος παραπέμπει στο πλατωνικό «Συμπόσιον», με το οποίο όμως δεν έχει άμεση νοηματική σύνδεση. Οι συμποσιαστές στον Πλάτωνα, συζητούν για τον «Έρωτα» και προσπαθώντας να αποδώσουν το πραγματικό του νόημα, τον εξετάζουν ως θεό, ως δαίμονα, ως ανθρώπινη δύναμη, ως παναθρώπινη τάση. Ο Ν.Κ. και οι συνομιλητές του από την άλλη ασχολούνται με το «θείον». Τα δύο έργα συναντιούνται ίσως στο σημείο του αγώνα και της αναζήτησης απαντήσεων σε θεμελιώδη ανθρώπινα ερωτήματα:

( «Τι είναι Έρωτας ;» / «Τι είναι Θεός;»).

Οι συμποσιαστές στο έργο, δεν είναι πρόσωπα φανταστικά, μα φίλοι του συγγραφέα, τους οποίους χρησιμοποιεί με ψευδώνυμα. Έτσι έχουμε: τον οικοδεσπότη Άρπαγο, που πρόκειται για τον ίδιο τον συγγραφέα, τον Πέτρο, ποιητή Ά.Σικελιανό, τον Κοσμά, πολιτικό Ίων Δραγούμη και τον Μύρο, έμπορο Μύρωνα Γουναλάκη, φίλο του Καζαντζάκη. Τα πρόσωπα είναι εύστοχα διαλεγμένα, μιας και ο καθένας αντικατοπτρίζει μια πλευρά του χαρακτήρα του Καζαντζάκη και μιλώντας μαζί τους είναι σαν να κάνει έναν άτυπο διάλογο με τον εαυτό του. Τα πρόσωπα αυτά συμμετέχουν ενεργέστερα στο πρώτο μέρος του βιβλίου, όπου ο Καζαντζάκης τους παρουσιάζει, σχολιάζει το έργο τους. Αρχικά επαινεί τον Κοσμά, στη συνέχεια σχολιάζει την ποίηση του Πέτρου, ενώ αποφεύγει, από λύπηση, να κρίνει τον Μύρο. Στο δεύτερο μέρος ο Άρπαγος ξεκινά την εξομολόγησή του. Μοιράζεται με τους φίλους του τα πνευματικά μονοπάτια που ακολούθησε όσο καιρό ζούσαν χωριστά, μέσω αφηγήσεων, πολύπλοκων θεολογικών αναζητήσεων, καίριων φιλοσοφικών ιδεών, εξαίσιων αλληγορικών εικόνων, όπως μοναδικά γνωρίζει ο Καζαντζάκης. Υπερθεματίζει δε και καταλήγει την εξομολόγηση, στην προσωπική του δοκιμασία, όταν αποφάσισε να ακολουθήσει ασκητική ζωή στο Άγιο Όρος. Τον λόγο του Άρπαγου, διακόπτουν σε λίγα σημεία τα μέλη της συντροφιάς, ρωτώντας ή διαφωνώντας μαζί του, γεγονός που διευκολύνει την αφήγηση και συχνά ξεδιαλύνει δυσνόητες ιδέες του συγγραφέα.

Η τελευταία αυτή αφήγηση, στο αγιορείτικο πλάνο, έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Ο Άρπαγος ζητά να υποτάξει την Ύλη στο Πνεύμα μέσω της άσκησης. Μια άσκηση σκληρή, με δομή αυστηρή και απαράκλητη, την οποία δημιούργησε ο Άρπαγος για να πετύχει το στόχο του. Με αυτόν τον αγώνα, έρχεται αντιμέτωπος με τα όριά του, αντιμάχεται την ασυγκράτητη όρεξη του για ζωή και απόλαυση, καθώς τη θεωρεί εμπόδιο στη «θέωση». Όταν πλέον έχει φτάσει την πλήρη σωματική αδυναμία, είναι αδυνατισμένος, άρρωστος, η φαντασία του κυριεύεται από τη μορφή του πατέρα του, ο οποίος σηματοδοτεί την Πράξη και χλευάζει την κατάπτωση του γιου του και τον «πνευματικό» του αγώνα. Το πατρικό πρότυπο, σημάδεψε ανεξίτηλα το έργο του Ν.Κ., είναι ο καπετάν Μιχάλης, ένας άνθρωπος ρωμαλέος,  πατέρας σκληρός και αμίληκτος. «Δε δεχτηκα χαδι»  λέει χαρακτηριστικά ο Άρπαγος-Καζαντζάκης. Όπως και να’χει η ζωώδης ορμή του πατέρα του, του υπενθιμίζει πως το υπέρτατο καθήκον δεν είναι η ορθή νόηση, μα η ορθή πράξη και τον επαναφέρει στην παλαίστρα της ζωής, όπου και ανήκε.

Το Συμπόσιον, είναι ένα ταξίδι στην καζαντζακική σκέψη, αλλά και στην καλή λογοτεχνία. Η μαεστρία του λόγου, το «κέντημα» των αλληγοριών και των εικόνων, αφήνουν τον αναγνώστη στο τέλος του βιβλίου, λίγο πλουσιότερο, παραγεμισμένο καμία φορά με τη «θεία ουσία» που αναζητά και κοινωνεί ο Ν.Κ. .

Nikos-Kazantzakis-for-maga_gr-1021x580.jpg

 

Μερικά αποσπάσματα που ξεχωρίσαμε :

« Όλος ο κόσμος Τροία , που καίγεται για το χατίρι του Ομήρου»

«Σκοπός δεν υπάρχει , η ελπίδα ξευτελίζει τον άνθρωπο και μόνο ο μαστός της απελπισίας μας , βυζαίνει της αντρείας μας το γάλα»

«Ξέρω πως η ζωή είναι μια σπίθα , που λάμπει ανάμεσα σε δύο ατέλειωτες νύχτες»