Κι εσύ χρυσή, που την πνοή του δράκου αποφεύγεις.
Που σε ποθεί ο θάνατος, να κοιμηθεί μαζί σου.
Κι εσύ ζωή, απέραντη,
χαμένη στ’ όνειρα σου,
με τ’ αιματοβαμμένα χέρια σου τον διώχνεις.

Με των κουφών την άγνοια που πορεύεσαι,
και των τυφλών τα μάτια.
Ποιό μάταιο όνειρό σου φίλησες σήμερα;
Δύσμοιρη χρυσή που ακτινοβολείς
χρώματα, που κανείς δεν ξέρει,
και που το σκότος πάει να σε βιάσει.

Ποιά σημαία κράτησες και σε ποιό χώμα γονάτισες;
Γλυκιά ξενιτεμένη απ´τον βορρά και μάνα του ηλίου.

Σε ποιά παιδιά ελπίδα είχες τάξει;
Σε ποιόν ανήκεις και σε ποιόν πουλάς;
Εσύ που όλοι σε περιφρονούν και όλοι σε λατρεύουν.
Ζωή χρυσή και φλογερή με αίμα μες στα μάτια,
Ποιανού αθάνατου ουρανού θα μάζευες κομμάτια ;

Μαρία Μούσχουρου