Το πρωί στις εφτάμιση, ο μικρός Νείλος με τα κατακόκκινα μάγουλα και τ` ασημένια κουμπιά ανέβαινε τρέχοντας την οδό Δημοκρίτου. Τον έστελνε η Καίτη, μόλις σηκώθηκε, να ρωτήσει πως πέρασε ο Ανάστης. Η Ανάσταινα που τον περίμενε, τον υποδέχτηκε η ίδια στη σκάλα και συνένοχη χωρίς να το θέλει του ψεύτη του γιού της, του είπε η ίδια: 

–Να πεις της κυρίας Καίτης να μην ανησυχεί καθόλου. Ο κύριος Νάσος είναι πολύ καλύτερα. Τώρα κοιμάται. Δεν θα τον ξυπνήσω πρίν από τις δέκα-έντεκα κι ελπίζω να είναι εντελώς καλά, ώστε να βγει το μεσημέρι. Άκουσες, παιδί μου, να της πεις να είναι ήσυχη.

–Μάλιστα κυρία… αποκρίθηκε ο μικρός, που γελούσαν και τα παπούτσια του. 

Γιατί κι αυτός ο καϋμένος είχε ανησυχήσει όταν έμαθε πως αρρώστησε ο γαμπρός και είδε την κυρία Καίτη τόσο ανήσυχη. Και τώρα χάρηκε πολύ κι έφυγε ακόμη πιο τρεχάτος, για να της πάει την καλή είδηση. Αλλά η Καίτη δεν ήσύχασε καθόλου. 

–Τον είδες; ρώτησε…

–Όχι εγώ δεν μπήκα μέσα. Η κυρία Ανάστη, μου είπε…

–Και θα τον αφήσει να κοιμηθεί ως τις δέκα;

–Μάλιστα, δέκα-έντεκα… έτσι μου είπε.

–Άρρωστος θα είναι!… Μου το κρύβει… Θα πάω να ιδώ.

Του κάκου της έλεγαν στο σπίτι να μην κάνει έτσι, και πως αν ο αρραβωνιαστικός της δεν φαινόταν ως το μεσημέρι, μπορούσε να πάει να τον ιδεί το απόγευμα. Η Καίτη επέμενε να πάει το πρωί, τώρα αμέσως. Επιτέλους, με χίλια στανιά, την κατάφεραν να περιμένει ως τις έντεκα. Για να τον έβρισκε τουλάχιστον ξύπνιο, σηκωμένο.

Tι σηκωμένο;… μουρμούριζε η Καίτη – θα σηκωθεί άραγε;…

Κι ώσπου να γίνει δεκάμιση η ώρα και να ξεκινήσει με τη θεία – Μαρία για την οδόν Δημοκρίτου, είδε κι έπαθε το κακόμοιρο…

Η μέρα ήταν ωραία, ο ήλιος του Φλεβάρη έλαμπε σαν ανοιξιάτικος, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κόσμο χαρούμενο, κι η Καίτη άρχισε να ελπίζει… Όχι, ο Νάσος θα ήταν καλά. Με τέτοια καλωσύνη, με τέτοια χαρά Θεού, δεν μπορούσε να ήταν αυτή τόσο δυστυχισμένη…

Και στις έντεκα παρά τέταρτο, χτύπησε το κουδούνι της πόρτας του, με την βεβαιότητα πως θα `βρισκε τον αρραβωνιαστικό της στο ατελιέ του…

Αλλά όχι…

Η Ανάσταινα, που ύστερ` απ` τα καθησυχαστικά που της μήνυσε, δεν την περίμενε το πρωί, τα `χασε μόλις την είδε μπροστά της. Και χωρίς να το συλλογισθεί, έκρινε καλό να της δείξει ένα πρόσωπο θλιμμένο. Φοβήθηκε ίσως πως αν την έβλεπε χαρούμενη, θα υποπτευόταν η Καίτη πως η χθεσινή αρρώστια ήταν κωμωδία. 

Αυτή κατατρόμαξε σαν είδε το πρόσωπο της μητέρας. 

–Μα τι; ψιθύρισε -δεν είναι λοιπόν καλά;…

Η Ανάσταινα κατάλαβε τη γκάφα της και προσπάθησε να τη διορθώσει μ` ένα γέλιο, που φάνηκε στην Καίτη σα στανικό.

–Αχ κάτι μου κρύβετε…

–Μα όχι, χρυσή μου!… είναι καλύτερα, πολύ καλύτερα… Κοιμάται… αλλά θα σηκωθεί… είναι καλά…

Και τα λόγια αυτά της φάνηκαν της Καίτης, σαν μασημένα, σαν ψεύτικα.

–Να τον ιδώ! … έκαμε άξαφνα σαν τρελή.

Κι έτρεξε ως την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και τη χτύπησε φωνάζοντας:

–Νάσο… κοιμάσαι;

–Στάσου! της έλεγε κι η μητέρα -να μπω να τον ξυπνήσω εγώ.

Αλλά η Καίτη δεν άκουγε τίποτα. Είχε πιασμένη την πόρτα κι εξακολουθούσε να χτυπά και να ρωτά:

–Νάσο!… κοιμάσαι;… να μπώ;

–Ποιος είναι; ακούστηκε από μέσα η φωνή του Ανάστη, με κάποια παραξενιά μαχμουρλή.

–Εγώ… η Καίτη…

Ο τόνος της φωνής άλλαξε αμέσως.

–Α… τώρα, τώρα!… Μια στιγμή… Περίμενε… Μην ανοίξεις ακόμη… Μη!…

–Καλά, περιμένω…

Ο νέος πετάχτηκε βιαστικά απ` το κρεβάτι του, έτρεξε στο παράθυρο, άνοιξε τις γρίλλιες, κρέμασε το φράκο του στον καλόγερο -ήταν πεταμένο σε μια πολυθρόνα- κλώτσησε τα σκαρπίνια του για να χωθούν κάτω απ` την πολυθρόνα, ξανάπεσε στο κρεβάτι, κούμπωσε τη νυχτικιά του, σιάχτηκε λιγάκι και σκεπάστηκε ως το λαιμό.

Όλ` αυτά, έγιναν με φούρια, με παραζάλη, σε λίγα δευτερόλεπτα. Έπειτα έκαμε τη φωνή του ακόμα πιο χαρούμενη και φώναξε:

–Καίτη!… Έλα!…

Αλλά δεν προχώρησε πολύ. Μόλις δυο βήματα. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τον αρραβωνιαστικό της στο κρεβάτι και -Καστριτοπούλα πάντα- αιστάνθηκε κάποια συστολή.

–Καλημέρα, του είπε, πως είσαι σήμερα;

–Αχ, αστειεύτηκε ο Ανάστης, ως το βράδυ πεθαίνω!…

–Ναι, μάτια μου, φαίνεσαι… από τα μάτια.

–Όχι σοβαρεύτηκε ο νέος, είμαι πολύ καλύτερα, κι αν έλθεις να με φιλήσεις, θα γίνω εντελώς καλά.

Η Καίτη γύρισ` ευθύς και κοίταξε πίσω της. Η Ανάσταινα κι η θεία Μαρία στεκόνταν εκεί στην πόρτα και την έβλεπαν γελαστές. Ώστε μπορούσε να πλησιάσει και να φιλήσει τον χαϊδεμένο της, που έκανε ακόμα τον άρρωστο για να τον φιλούν…

Κι έτρεξε κοντά του.

–Έλα ετοιμοθάνατέ μου… 

–Ώ, καλώς μου τη!… έκαμε εκείνος.

Κι ενώ σκεπασμένος ως το λαιμό, τέντωνε κωμικά το στόμα του για να τη φιλήσει, άξαφνα έβγαλε ένα χέρι και την τσάκωσε. 

–Α, είπε, τώρα, δεν σ` αφήνω να φύγεις!… Εδώ, εδώ θα μου κάνεις συντροφιά. Κάτσε…

Και την ανάγκασε να καθήσει στο χείλος του κρεβατιού, κοντά στο στήθος του.

Γρηγόριος Ξενόπουλος, 9 Δεκεμβρίου 1867 − 14 Ιανουαρίου 1951 | Μυστικοί Αρραβώνες (απόσπασμα)