📸: Pavel Nechayev

«Πέντε μήνες όλο κι όλο βάσταξε ο δικός μας ο έρωτας. Τόσο, λέω, να ʼναι η νόρμα του και για τους άλλους; Ή μήπως ο έρωτας δεν είναι για τους φτωχούς; – τα μπερδεύουν όλα και πεινασμένοι γι’ αυτό που λέγαμε, την αληθινή τη ζωή – τα περιμένουν όλα μονάχα απ’ τον έρωτα; Ή μήπως ακόμα, έτσι είναι ο κόσμος αυτός ο σημερινός μας – ξεμάθαμε ν’ αγαπούμε, δεν ξέρουμε τι μας φταίει – και διαβολιζόμαστε με τον έρωτα, όσο να τον χαλάσουμε, να δούμε τι έχει από μέσα;

[…] Άλλοι μένουνε παραιτημένοι, μαζί και χωρίς τον έρωτα. Οι άλλοι χωρίζουν – να μην τον προδώσουν. Κι’ έτσι κι αλλιώς η πίκρα μένει μονάχα. Για πάντα. Δεν είναι που λείπει τ’ αγαπημένο το πρόσωπο, αυτό που φάνηκε πως ήταν ο έρωτας. Είναι για τη γνωριμία του ακατόρθωτου. Γι’ αυτή την αίσθηση του άφταστου που έχω και γω. Η Έρικα και κείνα τα τραίνα τα μισητά μου που δεν πάνε πουθενά, γίναν ένα πράμα. Είναι ο μεγάλος, ο άπιαστος κόσμος – που δεν υπάρχει. Η φαντασία μας τον άγγιξε μια στιγμή με τον έρωτα. Μια στιγμή μονάχα – και χάθηκε.
Η Έρικα που’ ταν ο έρωτας έφυγε. Η άλλη η Έρικα είναι μια κοπέλα που δουλεύει χαμάλισσα σ’ ένα κατάστημα λίγο πιο κάτω απ’ το Ντομ. Γλυκιά, φτωχή, βολικιά. Είναι μια τίμια κοπέλα – τίμια στο φίφτυ-φίφτυ, τίμια στον έρωτα, τίμια στο χωρισμό. Από μας τους φτωχούς – και γω πολύ την αγάπησα. Άμα θέλω, μπορώ να πάω, στέκομαι και περιμένω την ώρα που θα σκολάσουν, την παίρνω σπίτι, ξαναπηγαίνουμε στο δικό της. Για το φίφτυ-φίφτυ, χωρίς τον έρωτα. Και πάω την Κυριακή το πρωί και στα μανιτάρια της – για τον αέρα τον καθαρό, για να σκοτώνουμε τον καιρό – αφού δεν έχουμε και τι να τον κάνουμε. Και παντρευόμαστε κιόλας – για το γάμο, χωρίς τον έρωτα. Κι’ έχουμε και δυο μιστούς. Και κάνουμε και δύο παιδιά, από τα δώδεκα που’θελε. Έτσι δεν είναι; Έτσι δε γίνεται μ’ όλους;

Ε, λοιπόν, όχι του κερατά… Μένω με την άλλη – που δεν θα ξανάρθει. Εκείνη την Έρικα που’χε τον τρόμο στα μάτια. Να πικραίνομαι, να μετανιώνω, ν’ αποδιώχνω το βράδι την αγαπημένη της θύμηση, να την ονειρεύομαι μέσα στον άπιαστο κόσμο. Ναι, ναι, εγώ το τίποτα των ανθρώπων, ο Κώστας εκείνος ο ανύπαρκτος…»

Δημήτρης Χατζής, Σπουδές, διηγήματα ξανατυπωμένα και άλλα, «Κείμενα», Αθήνα, 1976 (1η έκδ.).