Του Κριστιάν Νίρκα

Υπάρχουν βροχές που τις περιμένεις. Βλέπεις τα σύννεφα να μαζεύονται. Μυρίζεις την υγρασία στον αέρα. Τα πουλιά πετάνε περίεργα λες και το ξέρουν. Και κάποια στιγμή η μπόρα ξεσπάει. Καμιά φορά είναι απλά μια ψυχάλα. Άλλες φορές μπορεί να μην ξεσπάσει καθόλου. Να ήταν μια απάτη όλος αυτός ο θεατρινισμός του ουρανού;

Και υπάρχουν και εκείνες οι φορές, που απλά αρχίζει να βρέχει, δυνατά, απ’το πουθενά. Όπου κι αν βρίσκεσαι, στο δρόμο, στο αμάξι, σε έναν σταθμό, στο σπίτι, πάντα σε ξαφνιάζει. Επειδή είναι αιφνιδιαστική αυτή η βροχή. Είναι μια βίαιη δύναμη.

Είναι σαν ένα ξέσπασμα! Μια επανάσταση! Είναι σαν ένας αιφνίδιος έρωτας! Σαν μια γροθιά! Είναι σαν το σκυλί που δεν γαβγίζει, παρά μόνο δαγκώνει.

Και το σκυλί που δαγκώνει χωρίς να γαβγίσει λέγεται λύκος. Και η γροθιά που δεν βλέπεις είναι σιδερένια. Και ο απροσδόκητος έρωτας είναι η αλήθεια στο ψέμα. Και εκείνη η επανάσταση είναι η πιο ευγενική πράξη.

Και αυτή η βροχή…αυτή η βροχή….αυτή η βροχή είναι κάτι που περιμένει να ξεσπάσει!

Ίσως να είναι κάτι όνειρά προτού γίνουν σχέδια. Μπορεί να είναι μια ξεφτιλισμένη  φαντασία που διψά να γίνει πράξη. 

Όπως και να’χει, να φεύγεις απ’όπου περισσεύεις. Να βαδίζεις με περίσσιο θράσος και ψηλά το κεφάλι εκεί που δεν σε παίρνει, και να πεις “γεια, ήρθα!”. Να μένεις εκεί απ’όπου σε διώχνουν, κι ας σε κλωτσάνε, κι ας σε πατάνε. Αν αξίζει, να μείνεις κουλουριασμένος όλο το βράδυ στην πόρτα. Και το επόμενο. Κι άλλο ένα. Μέχρι ν’ανοίξουν, αφού οι πόρτες είναι φτιαγμένες για ν’ανοίγουν! Να μιλάς όπου σιωπούν, καθώς οι σιωπές είναι δειλές. Να ακούς όταν μιλάνε επειδή το ν’ακούς είναι μια χαμένη τέχνη και μυστική. Να χαθείς για να βρεθείς ξανά, και ξανά να χαθείς! Είναι ωραίο να χάνεσαι σε μέρη, σε μέρες, σ’ανθρώπους.

Η αναμονή είναι βάρος.

Η κατάλληλη στιγμή – ένας μύθος.

Η αμφισβήτηση – μια ψευδαίσθηση!

Ξέσπασε όπως ξεσπούν οι μπόρες!