Πολυτάλαντος, υπομονετικός κι επίμονος, εργατικός και τελειομανής, δάσκαλος στο επάγγελμα τα τελευταία 32 χρόνια, σε διευθυντική θέση τα τελευταία 16, αλλά και μυημένος στην τέχνη του θεάτρου, ο Ιωάννης Μανδουραράκης έρχεται να μας συστηθεί ως ο άνθρωπος που ενώνει το ερασιτεχνικό με το επαγγελματικό θέατρο. Κι αν όλα όσα σας λέω σας φαίνονται υπερβολές, αρκεί κανείς να δει τις παραστάσεις, που παίζει και σκηνοθετεί ο ίδιος, ως ερασιτέχνης ηθοποιός και σκηνοθέτης, για να κατανοήσει το ζήλο, το πάθος, την αγωνία του να φτάσει το υπέρτατο, το ιδεατό. Ένα ιδεατό που συγκινεί, σέβεται τον θεατή και οδηγεί στην κάθαρση.

Στην πορεία των χρόνων έχει ασχοληθεί με πάρα πολλά πράγματα. Έχει διατελέσει δημοτικός σύμβουλος για μία πενταετία με την προηγούμενη δημοτική αρχή. Επίσης, είναι στο ΠΥΣΠΕ Σάμου ως μόνιμο μέλος, είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου κι έχει σχεδόν ολοκληρώσει τις σπουδές του στον τομέα της Ιστορίας της Τέχνης. Είναι πατέρας δύο κοριτσιών και σύζυγος. Όπως ο ίδιος μας τονίζει: «Η προσωπικότητα κάθε ανθρώπου έχει τόσες πολλές πτυχές, που θεωρώ ότι ο ίδιος ο ερωτώμενος ίσως να μην είναι σε θέση να απαντήσει για το σύνολο αυτών που τον χαρακτηρίζουν.».


Φέτος, είχα την τύχη να τον γνωρίσω καλύτερα, αφού συμμετείχα στο έργο της θεατρικής ομάδας Σάμου, που σκηνοθέτησε ο ίδιος και ακούει στο όνομα «Ποια Ελένη», των Ρέππα- Παπαθανασίου.

“Εκάβη” του Ευριπίδη, 2006

Πώς προκύπτει το θέατρο για σας;


Το θέατρο προέκυψε εντελώς ξαφνικά. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα σκεφτεί ότι θα μπορούσα να ασχοληθώ με το θέατρο, παρά το γεγονός ότι ο πατέρας μου στα νιάτα του ήταν στον χώρο αυτό, για κάποια χρόνια και στον κύκλο του εθνικού θεάτρου, και είχε λάβει μέρος σε παραστάσεις, που είχαν ανέβει σε Ηρώδειο και Επίδαυρο, σαν κομπάρσος και παρά το γεγονός ότι σε όλη μου την εφηβεία και μέχρι να βρεθώ στη Σάμο είχα παρακολουθήσει αρκετές δεκάδες παραστάσεων. Όταν το 1994 περίπου, μου προτάθηκε να πάρω μέρος σε μια θεατρική ομάδα, η οποία τότε ιδρύθηκε, αυτή του Πνευματικού Ιδρύματος Δημητρίου, σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να περάσει ευχάριστα η ώρα μου με τη συγκεκριμένη απασχόληση. Αυτό μου άνοιξε ένα τεράστιο παράθυρο και με έκανε να σκεφτώ ότι θα ασχολούμουν με το θέατρο από τότε κι έπειτα. Είχα άλλωστε τιμή την να έχω για πρώτη μου δασκάλα την Ομότιμη Καθηγήτρια του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών και Κρατική διδάκτωρα του Παν/μίου της Σορβόννης κα Χαρά Μπακονικόλα και έπειτα την ηθοποιό κα Ειρήνη Ελισσαίου.
Σταθμός υπήρξε το 1997, όταν με πλησίασαν από τη θεατρική ομάδα Σάμου και μου πρότειναν να ακολουθήσω την πορεία της ομάδας με δάσκαλο και σκηνοθέτη τον κο Στέλιο Μάρκου. Το δέχτηκα κι από τότε δεν έχω σταματήσει ποτέ να είμαι ενεργό μέλος της θεατρικής ομάδας Σάμου και νυν πρόεδρος αυτής. Έχω λάβει μέρος σε 50 με 60 ίσως θεατρικές παραγωγές, κάποιες από τις οποίες έχω και σκηνοθετήσει.

“Καλιφόρνια ντρίμιν” του Β. Κατσικονούρη, 2010

Ποια ήταν αυτά τα πράγματα που τελικά σας οδήγησαν στην συγκεκριμένη επιλογή; Γιατί το θέατρο και όχι κάτι άλλο;


Από την πρώτη στιγμή, διαπίστωσα ότι η ενασχόληση με το θέατρο είναι ένα τεράστιο σχολείο, με πάρα πολλές διαστάσεις. Το πρώτο πράγμα είναι ότι μαθαίνεις τον εαυτό σου, ανακαλύπτεις πτυχές του τόσο καλά κλειδωμένες, που δεν πίστευες ποτέ ότι υπήρχαν. Αρχικά νόμιζα ότι παίζοντας έναν ρόλο, ζω τη ζωή ενός άλλου, ενώ στην πραγματικότητα παίζοντας έναν ρόλο ανακαλύπτεις πράγματα που είναι κρυμμένα μέσα σου κι αν δεν έπαιζες τον ρόλο δε θα τα ανακάλυπτες ποτέ.

“Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας” του Ντίρενματ, 2011

Από το 2019 που σκηνοθέτησα το θεατρικό του  Martin McDonagh, “The Pillowman”, απέκτησα και μία «βιοθεωρία», ότι ο κάθε άνθρωπος κουβαλάει το DNA όσων προηγήθηκαν από αυτόν. Έτσι λοιπόν αυτή η πολύπλοκη σύνθεση, που οδηγεί στο χτίσιμο μιας προσωπικότητας έχει τόσα πολλά στοιχεία, που ίσως και να μη φτάνει μια ζωή να τα ανακαλύψεις. Μέσα από το θέατρο και μέσα από ενασχόληση από συγκεκριμένους ρόλους τα βρίσκεις σιγά σιγά.
Ένα άλλο πολύ βασικό στοιχείο που με έκανε να συνεχίσω να ασχολούμαι με το θέατρο ήταν η ψυχοθεραπευτική του διάσταση. Αρχικά ανακάλυψα πράγματα της προσωπικότητάς μου, που με πήγαιναν πίσω και όταν τα εντόπισα η ενασχόληση με το θέατρο ήταν ένας τρόπος να δώσω μία διέξοδο σε ‘κείνα τα στοιχεία που δεν με άφηναν να εξελιχθώ σαν άνθρωπος. Όπως για παράδειγμα το να αντιμετωπίζω το πλήθος, τον κόσμο. Ήμουν ένας πάρα πολύ κλειστός άνθρωπος, αλλά με βοήθησε πάρα πολύ το να βρίσκομαι ανάμεσα σε κόσμο και να τον αντιμετωπίζω χωρίς συστολή και αίσθημα ντροπής ή οτιδήποτε άλλο ήταν αυτό, που με έκανε πίσω.
Ένα τεράστιο όφελος, επίσης, ήταν ότι μέσα από την ενασχόληση αυτή, κάποια κόμπλεξ τα ξεπέρασα, ενώ παράλληλα κάποιες πάρα πολύ άσχημες και δύσκολες καταστάσεις στην καθημερινή μου, προσωπική μου ζωή, μπορεί να μη λύθηκαν, αλλά έγιναν πιο απαλές και πιο εύκολα αντιμετωπίσιμες.

“Αν αργήσω κοιμήσου” του Α. Δήμου, 2012

Φέτος σκηνοθετείτε την παράσταση «Ποια Ελένη;», των Ρέππα- Παπαθανασίου, που ανεβαίνει από τη θεατρική ομάδα Σάμου. Πώς ξεκίνησε αυτή η «περιπέτεια»; Θα θέλατε να μου μιλήσετε γι’ αυτό το εγχείρημά σας;


Μετά την περίοδο του εγκλεισμού από τον κορονοϊό, με δύο χρόνια αποκλεισμού της ενασχόλησης με το ερασιτεχνικό θέατρο, που για τα μέλη της θεατρικής ομάδας Σάμου επειδή αποτελεί τον τρόπο ζωής μας, την καθημερινότητά μας, είχε δημιουργηθεί ένα τεράστιο αίσθημα στέρησης. Ήταν σαν να σου είχαν πάρει τα κλειδιά και να μη μπορείς να μπεις στο ίδιο σου το σπίτι. Έτσι όταν όλα άρχισαν να στρώνουν και μας δόθηκε η δυνατότητα να ξαναγυρίσουμε πια, σ’ αυτό το δεύτερο σπίτι μας, τον χώρο του θεάτρου, η ανάγκη ήταν τεράστια να βρεθούμε πια όλοι μαζί. Μέχρι τότε, τα προηγούμενα χρόνια και λόγω του γεγονότος ότι δεν είμαι ο μοναδικός σκηνοθέτης της θεατρικής ομάδας Σάμου, χωρίζαμε το δυναμικό μας σε δύο ή και σε τρία κομμάτια και είχαμε μέσα σε μία θεατρική χρονιά, δύο ή και τρεις ακόμη παραγωγές.

Έτσι, επειδή το ένα πράγμα οδηγεί στο άλλο, η ανάγκη λοιπόν να βρεθούμε όλοι μαζί, οδήγησε στην ανάγκη του να βρεθεί έργο που να είμαστε όλοι μαζί. Δυστυχώς, στο θεατρικό ρεπερτόριο θεατρικά κείμενα με πολύ κόσμο δεν υπάρχουν. Συνήθως, θα βρεις με 8, με 10 άτομα κι αν εξαιρέσουμε τα θεατρικά έργα της αρχαίας ελληνικής δραματουργίας, που απαιτούν εκ των πραγμάτων πλήθος κόσμου, τα υπόλοιπα έχουν μια δυσκολία στο να βρεις κόσμο. Ψάχνοντας λοιπόν, ανακάλυψα ότι στα συρτάρια μου είχα από καιρό και το συγκεκριμένο κείμενο, το «Ποια Ελένη;». Εκεί, πήγαμε στο άλλο άκρο. Δηλαδή, βρήκαμε ένα πολυπρόσωπο θεατρικό έργο, όπου ναι μεν μας κάλυπτε όλους, αλλά υπήρχε η ανάγκη να πλαισιωθούμε από ακόμα περισσότερους. Κι εδώ φτάνουμε σε ένα σημείο, που θεωρώ ότι ήτανε καμπή για τη θεατρική ομάδα Σάμου. Κάτι που στα σχέδιά μας υπήρχε πάρα πολλά χρόνια, αλλά δεν το είχαμε τολμήσει ποτέ.
Η ανάγκη του να πλαισιωθούμε από περισσότερα μέλη, οδήγησε στη λειτουργία θεατρικού εργαστηρίου. Τόλμησα αυτό το εγχείρημα, το να λειτουργήσει θεατρικό εργαστήριο και η ανταπόκριση ήτανε αρκετά μεγάλη. Ήταν τόσο μεγάλη, που εκτός του ότι δεν το περίμενα, με οδήγησε στο να βάλω κάποιο ηλικιακό όριο, ώστε να μην γεμίσουμε με ανθρώπους, που θα ξεπερνούσαν το ηλικιακό όριο των απαιτήσεων του συγκεκριμένου έργου. Το ευτυχές ήταν ότι τα παιδιά που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση για τη λειτουργία του θεατρικού εργαστηρίου ήταν τόσο δεκτικά και αγάπησαν την ενασχόληση αυτή, που τεχνηέντως τα οδήγησα στο να εγκαταλείψουν σταδιακά το θεατρικό εργαστήρι, όταν ολοκληρώθηκε ένας κύκλος 9 ή 10 τρίωρων συναντήσεων και να ενσωματωθούν στη θεατρική ομάδα Σάμου. Η αλήθεια είναι και το εξομολογούμαι σε σας, ότι ο σκοπός ήταν αυτός από την αρχή. Δηλαδή, το θεατρικό εργαστήριο ήτανε ένας διάδρομος στο να ανοίξουμε την επόμενη πόρτα και να περάσουμε στη θεατρική ομάδα Σάμου. Αυτό δεν το αποκάλυψα στα μέλη του θεατρικού εργαστηρίου από την αρχή, διότι δεν ήθελα να τρομάξω τα παιδιά με κάτι τόσο καινούριο και κάτι τόσο δύσκολο όσο φαντάζει σε κάποιον που δεν έχει ξανασχοληθεί. Αλλά όπως προείπα ήταν τόσο μεγάλη η ανταπόκριση και όλα όσα εισέπραττα σε κάθε μάθημα, που ήρθε από μόνο του, ήρθε σαν φυσική εξέλιξη. Έτσι, λοιπόν, όταν έπεσε στο τραπέζι η πρόταση το να ακολουθήσουν τη θεατρική ομάδα Σάμου, σαν μέλη της θεατρικής ομάδας Σάμου και σαν ενεργοί ερασιτέχνες ηθοποιοί στην καινούρια μας παραγωγή, η ανταπόκριση ήταν θετική από το 99,9% και ευτυχώς χάρη σε αυτά τα παιδιά, του θεατρικού εργαστηρίου, μπόρεσε να πραγματοποιηθεί και η παράσταση.

“Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα” του Ο. Νιλ, 2013


Ποια από τις παραστάσεις, που έχετε σκηνοθετήσει υπήρξε σταθμός για σας;


Είναι σαν να ρωτάμε έναν γονιό ποιο παιδί αγαπάει περισσότερο. Κάθε παράσταση που σκηνοθετείς είναι ένα καινούριο παιδί, είναι ένα νέο μέλος της οικογένειας, είναι κάτι που το έχει γεννήσει η ψυχή, το μυαλό, η φαντασία και επειδή υπάρχει ένα μεγάλο διάστημα προετοιμασίας για κάθε έργο, με πολύωρη απασχόληση και δόσιμο, τελικά το αποτέλεσμα σου προσφέρει κάθε φορά κάτι καινούριο. Σου χτίζει την προσωπικότητα και δεν μπορείς να το ξεχωρίσεις. Από όλα τα έργα που έχω σκηνοθετήσει για το κάθε ένα έχω να πω κάτι διαφορετικό, μόνο θετικό και δεν είμαι σε θέση να ξεχωρίσω κάτι και να το βάλω σε καλύτερη μοίρα από το άλλο.

“Η όπερα της πεντάρας” του Μπρεχτ, 2014


Ποιες είναι οι δυσκολίες του να είσαι ερασιτέχνης ηθοποιός;


Οι δυσκολίες έχουν να κάνουν σε δύο επίπεδα. Το ένα είναι το πώς θα οργανώσεις τον χρόνο σου και την καθημερινότητά σου. Απαιτούνται θυσίες. Ένας άνθρωπος, που ασχολείται με πάθος και όχι με τη διάσταση του χόμπι με το ερασιτεχνικό θέατρο, αφιερώνει ένα τεράστιο κομμάτι της καθημερινότητάς του σε αυτό. Υπάρχουν ομάδες, που το θεωρούν σαν μία απασχόληση. Δεκτό και αυτό. Η θεατρική ομάδα Σάμου όμως, εμφυσεί στα μέλη της το πάθος των παλαιοτέρων, με αποτέλεσμα όποιος μπαίνει στον χώρο της, να καταλαβαίνει ότι για όλους τους υπόλοιπους δεν είναι μια απλή απασχόληση. Είναι τρόπος ζωής. Και σιγά σιγά γίνεται και τρόπος ζωής του νέου μέλους. Στο παρελθόν κι όχι μόνο, έχει χρειαστεί να γίνουν πάρα πολλές θυσίες. Πολλά από τα μέλη μας, βάζοντας και τον εαυτό μου μέσα σ’ αυτά, έχουμε αφήσει άλλες προτεραιότητες από την καθημερινή, προσωπική και οικογενειακή μας ζωή για να βάλουμε σε πρώτη μοίρα την ομάδα, την παράσταση. Δεν είναι όλοι σε θέση να δεχτούν αυτή την τόσο μεγάλη σύμβαση και να βάλουν σε πρώτη μοίρα το θέατρο, αφήνοντας άλλα πράγματα της ζωής τους πίσω. Αυτό όμως είναι που το μεταφράζουμε με την έννοια του πάθους και του δεύτερου σπιτιού. Το αντικειμενικό λοιπόν κομμάτι είναι ότι απαιτούνται πάρα πολλές ώρες, απαιτείται μεγάλη συνέπεια. Κάποιος που είναι μέλος της θεατρικής ομάδας, βάζει πάνω απ’ όλα την ομάδα κι όχι τον εαυτό του κι αυτό οδηγεί σε αυτό που έλεγα πριν. Στο ότι βάζοντας προτεραιότητα την ομάδα, οι ανάγκες σου και οι προτεραιότητές της προσωπικής σου ζωής, μπαίνουν σε άλλη σειρά, ώστε να προέχει η ομάδα. Δεν είναι εύκολο. Είναι δύσκολο, αλλά ελάχιστοι είναι εκείνοι που δεν δίνονται και δεν είναι σε θέση να το ακολουθήσουν. Η ίδια αυτή διαδικασία ξεκαθαρίζει και τα πράγματα και βλέπουμε μέσα στα χρόνια, άνθρωποι που δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε όλες αυτές τις μεγάλες απαιτήσεις, φεύγουν από την ομάδα. Δεν τους διώχνει η ομάδα, οι ίδιοι την εγκαταλείπουν.

“Ποια Ελένη” των Ρέππα- Παπαθανασίου, 2022, Φωτογραφία: Σταματία Λουτράρη


Στο κομμάτι της ενασχόλησης της ίδιας, η μεγάλη δυσκολία είναι να σταθείς απέναντι στον εαυτό σου, να τον αντιμετωπίσεις. Σε αυτή την πορεία της ανακάλυψης, η δυσκολία είναι το να διαπιστώνεις ποιος πραγματικά είσαι. Μέσα από το πλαίσιο της ψυχοθεραπευτικής διάστασης, χρειάζεται να πολεμήσεις κάποιες φορές, αν όχι κάθε φορά με την ίδια σου την προσωπικότητα.


Πώς αντιμετωπίζετε το άγχος στη σκηνή;


Το άγχος στη σκηνή είναι φυσιολογικό. Υπάρχουν σχολές που λένε ότι οι φτασμένοι δεν έχουν άγχος κι έχουν μόνο οι πρωτόπειροι. Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Στην ουσία το άγχος δε σε αφήνει ποτέ. Το θέμα είναι πώς ο ίδιος το αντιμετωπίζεις και πόσο το αφήνεις να σε κυριεύσει ή πατάς πάνω του και το λιώνεις, προκειμένου να ανοιχτείς και να εκτεθείς. Το άγχος συνδέεται με την έκθεση. Μερικοί νομίζουν ότι αναφερόμαστε στην έκθεση στο κοινό. Υπάρχει και η έκθεση στο κοινό, αλλά υπάρχει και μια άλλη υποσυνείδητη έκθεση της ίδιας σου της προσωπικότητας στα μάτια τα δικά σου και αυτό μερικές φορές τρομάζει. Υπάρχουν τεχνικές, που το αντιμετωπίζουμε το άγχος. Μεγάλοι ηθοποιοί έχουν πει ότι όποιος δεν έχει άγχος δεν είναι και αληθινός ηθοποιός.

“Ο Άη Βασίλης είναι σκέτη λέρα” της Ζ. Μπαλασκό, 2015

Τι κάνει έναν ηθοποιό πετυχημένο;


Καταρχάς, εδώ πάντα υπάρχει ο διαχωρισμός του ερασιτέχνη. Εμείς, βάζουμε πάντα αυτόν τον προσδιορισμό μπροστά από το ηθοποιός, διότι είναι κρίμα να στερούμε ή να απολαμβάνουμε έναν τίτλο, που άλλοι άνθρωποι σπούδασαν, κόπιασαν και σίγουρα έχουν μια τέτοια ακαδημαϊκή μόρφωση, ενώ εμείς έχουμε εμπειρική μόρφωση. Να μην τους στερούμε αυτή την πολυτέλεια, που τους αξίζει.

“Βόυτσεκ”, 2016

Τι κάνει λοιπόν, έναν ηθοποιό, ηθοποιό και τι είναι η επιτυχία;


Επιτυχία είναι να καταφέρνεις να ερμηνεύσεις αυτό το κομμάτι του εαυτού σου, που κλήθηκες να ψάξεις να το βρεις, αλλά επιτυχία πάνω απ΄ όλα, είναι η ομάδα να λειτουργήσει σαν σύνολο, με μια ψυχή και μια ανάσα και να δώσει πραγματικά στον θεατή την αίσθηση ότι όσο παρακολουθεί το έργο που παρακολουθεί, ταξιδεύει στον κόσμο, που έχεις καταφέρει να δημιουργήσεις. Αν λοιπόν καταφέρεις να κάνεις τον θεατή, να μπει σε ένα όνειρο δύο ωρών, τόσο καλά φτιαγμένο που να το αντιμετωπίζει σαν πραγματικότητα και όχι σαν όνειρο, αν τον καταφέρεις να νιώσει το πάθος, τον πόθο, την ένταση και όλα τα συναισθήματα, που εσύ ο ίδιος του εκπέμπεις, τότε η παράσταση είναι πετυχημένη. Κι αν φύγει με την αίσθηση της κάθαρσης, ακόμα καλύτερα. Μην ξεχνάμε τον αριστοτελικό ορισμό του θεάτρου, όπου με βάση αυτόν, αν ο θεατής φύγει από την παράσταση έχοντας την αίσθηση μιας ολοκλήρωσης, της κάθαρσης, τότε έχεις πετύχει την παράστασή σου.

“Pillowman” του Μακ Ντόνα, 2019


Ποια τα σχέδιά σας για το μέλλον;


Τα σχέδια για το μέλλον είναι το να καταφέρνουμε να πάμε ένα βήμα παραπάνω. Η ενασχόληση με το θέατρο είναι μία σκάλα, που τα σκαλοπάτια της δεν μπορείς να τα μετρήσεις. Το όνειρο για το μέλλον, αυτών που συνειδητά είμαστε στη θεατρική ομάδα Σάμου, είναι η επόμενη χρονιά, να μας φανερώσει αυτό το σκαλοπάτι που θα πατήσουμε για να πάμε ένα βήμα ακόμα πιο πάνω: στην ενασχόλησή μας, στην προσωπική μας, συναισθηματική ανέλιξη, στο ένα βήμα του να μάθουμε την προσωπικότητά μας και τον εαυτό μας, στο ένα βήμα παραπάνω στο να γίνουμε όχι καλύτεροι ηθοποιοί, αλλά καλύτεροι άνθρωποι.

“Τέλειοι Άγνωστοι” του P. Genovese, 2018

Αρθρογράφηση: Ευαγγελία Μάνου

Φωτογραφία: Νίκος Αγγελής (στις θεατρικές παραστάσεις από το 2011 έως σήμερα)